Ιδεολογία και αυταπάτη

Γιατί ο άνθρωπος κατασκεύασε έναν «άλλον κόσμο» πέραν του υπαρκτού; Γιατί κατασκευάζει έναν άλλον εαυτό μη πραγματικό; Πως διαχειρίζεται αυτά τα «διπλά» και ποιες οι συνέπειες από την ύπαρξή τους και μόνο; Γιατί ο άνθρωπος έχει την ανάγκη της αυταπάτης, να ξεγελά όχι μόνο τους άλλους αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό; Οι διερωτήσεις αυτές απασχολούν τον Κλεμάν Ροσέ στο «δοκίμιο περί αυταπάτης»: «Το πραγματικό και το διπλό του» (Αρμός). Όμως, ο συγγραφέας απασχολείται μόνο με τις συνέπειες που προκαλεί η αυταπάτη μέσω της δημιουργίας του «διπλού» εαυτού, στον άνθρωπο ως άτομο και όχι για το ρόλο του φενακισμού ή της αυταπάτης στην κοινωνία, που είναι η ενασχόληση του Σλαβόι Ζίζεκ (Η ιδεολογία και ο νάνος, εκδόσεις scripta, που έχουμε παρουσιάσει πολύ παλαιότερα). Αλλά έχει ενδιαφέρον η σύνδεση των δύο αναζητήσεων, καθώς η προσέγγιση του Ζίζεκ αποκτά μέσω του Ροσέ ανθρωπολογικό βάθος. Για τον πρώτο η αυταπάτη είναι συνδεδεμένη με την ιδεολογία. Για τον δεύτερο με την ψυχανάλυση.
Ο Ζίζεκ εξαρχής αρνείται ότι η θεμελιακή διάσταση της ιδεολογίας είναι η «ψευδής συνείδηση», η απατηλή δηλαδή παράσταση της πραγματικότητας. Κατά τη γνώμη μας, στην ιδεολογία συνυπάρχουν τόσο η ψευδής συνείδηση (στους κάτω) όσο και το «ως εάν»(στους μεσαίους κυρίως πεπαιδευμένους). Για τον Ζίζεκ η ιδεολογία είναι η ίδια η κοινωνική πραγματικότητα, που η ύπαρξή της εμπεριέχει την άγνοια της ουσίας της από τους συμμετέχοντες σ’ αυτή. Με άλλα λόγια, η ιδεολογία είναι θεμελιώδες συστατικό της κοινωνικής πραγματικότητας και είναι εγγεγραμμένη στην ουσία των πραγμάτων. Η κοινωνική πραγματικότητα δεν μπορεί να αναπαραχθεί δίχως αυτόν τον ιδεολογικό φενακισμό. Η κατάρρευση της ιδεολογίας, η αποκάλυψη ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός», σημαίνει και την απογύμνωση της πραγματικότητας που έτσι χάνει το συνεκτικό της ιστό, που είναι η ιδεολογία, και διαλύεται. Η «κοινωνική πραγματικότητα» αποτελεί τελικά μια ηθική κατασκευή την οποία «υποβαστάζει ένα ορισμένο Ως Εάν (πράττουμε Ως Εάν να πιστεύουμε στην παντοδυναμία της γραφειοκρατίας…)», αλλά «μόλις χάνεται η πίστη αυτή αποσυντίθεται ο κοινωνικός ιστός». Εδώ ισχύει ο Πασκάλ σύμφωνα με τον οποίο όταν κάνεις ότι πιστεύεις και καταλήγεις να πιστεύεις.
Με την κλασική έννοια της ιδεολογίας (ως αυταπάτη) η σημερινή κοινωνία εμφανίζεται ως «μετα-ιδεολογική». Όμως το θεμελιώδες επίπεδο της ιδεολογίας δεν είναι εκείνο μιας αυταπάτης που φενακίζει την πραγματικότητα, αλλά εκείνο μιας (ασυνείδητης) φαντασίωσης που δομεί την ίδια την κοινωνική μας πραγματικότητα. Εδώ ο Ζίζεκ ταυτίζεται ανοιχτά με τον Λακάν, ενώ ο Ροσέ διακρίνει την φροϋδική (απώθηση) από την λακανική προσέγγιση (διάκλειση, αποκλεισμός). Υπ’ αυτή την οπτική απέχουμε πολύ από τη μετα-ιδεολογική κοινωνία. Η λειτουργία της ιδεολογίας δεν είναι να μας προσφέρει ένα τόπο διαφυγής από την πραγματικότητά μας, αλλά να μας προσφέρει την ίδια την κοινωνική πραγματικότητα και τον πραγματικό μας εαυτό ως μια διαφυγή από κάποιον τραυματικό, πραγματικό πυρήνα, όπως είναι ο τρομερός ανταγωνισμός, η αντίθεση μεταξύ του κοινωνικού τρόπου παραγωγής και της ατομικής ιδιοποίησης. Εδώ η διαφορά του Ζίζεκ με τον Ροσέ είναι χαώδης. Στον δεύτερο ο «άλλος κόσμος» είναι το διπλό του κόσμου τούτου, είναι μία καταφυγή του ανθρώπου που μπροστά στην τραγική πραγματικότητα του θανάτου κατασκευάζει έναν «άλλο κόσμο» πέραν του κόσμου τούτου. Όσο για το Εγώ, αυτό κατασκευάζει έναν άλλο εαυτό για να κρύψει από τα μάτια των άλλων τον πραγματικό του εαυτό. «Ο Οιδίποδας δημιουργεί το πεπρωμένο του στην προσπάθεια να του ξεφύγει. Αρνούμενοι να είμαστε ετούτο ή εκείνο που είμαστε, ή, ακόμα, αρνούμενοι να φανερώσουμε στα μάτια των άλλων ποιοι είμαστε, γινόμαστε ακριβώς ετούτο ή εκείνο και ως τέτοιοι παρουσιαζόμαστε στα μάτια των άλλων». Άρα, το θέμα είναι «τα μάτια των άλλων», αυτός είναι ο λακανικός καθρέφτης που μας αναγνωρίζει και όπου αναγνωριζόμαστε. Πως όμως διαμορφώνεται το «βλέμμα των άλλων» και με ποια κριτήρια μας αναγνωρίζει; Αυτό δεν απασχολεί τον Ροσέ. Ο συγγραφέας όμως καταδεικνύει ότι «Το πράγμα γίνεται ανεκτό μόνο διαμεσολαβημένο, διχασμένο: δεν υπάρχει τίποτα εδώ-κάτω που να μπορεί να συλληφθεί έτσι κατευθείαν»(σ. 118). Συνεπώς, ούτε το πράγμα ούτε η πραγματικότητα μπορούν να συλληφθούν χωρίς τη μεσολάβηση ενός «διπλού». Το ίδιο συμβαίνει και με τον κόσμο και τον άνθρωπο. Χρειαζόμαστε τα «αντίγραφα» για να αντέξουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας! Αλλά πως κατασκευάζουμε την αυταπάτη, τον ψευδαισθησιακό κόσμο ή τον εαυτό μας; Εδώ το λόγο παίρνουν ο Λακάν και ο Ζίζεκ.
Τι είναι, άραγε, η λακανική «ιδεολογική φαντασίωση» του Ζίζεκ; Εκείνο που παραβλέπουν ή παραγνωρίζουν οι άνθρωποι δεν είναι η πραγματικότητα, αλλά η αυταπάτη που δομεί την πραγματική κοινωνική τους δραστηριότητα. Άρα, το «διπλό» είναι μέρος της πραγματικότητας και όχι κάτι έξω από αυτή, όπως διατείνεται ο Ροσέ. Οι άνθρωποι «Ξέρουν πολύ καλά πως είναι πραγματικά τα πράγματα, αλλά εξακολουθούν ‘’να το κάνουν’’ ως εάν να μην ήξεραν». Πρόκειται εδώ για μία διπλή αυταπάτη(για «φαντασιακό διπλασιασμό» μιλάει ο Ροσέ), αφού είναι μία αυταπάτη-παράβλεψη της αυταπάτης που δομεί την πραγματική ενεργό σχέση τους με την πραγματικότητα. «Αυτή την ασυνείδητη αυταπάτη που παραβλέπεται θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε ιδεολογική φαντασίωση». Ο σημερινός άνθρωπος, αυτό το «κυνικό υποκείμενο» γνωρίζει το ψεύδος, το προσωπείο, αλλά δεν το αποποιείται. Μέσω αυτής της αυταπάτης ο άνθρωπος αντέχει τον κόσμο, τον εαυτό του, την έσχατη ματαίωση, το θάνατο.
Για τον Ροσέ αυτό «είναι ένα παιγνίδι ατελείωτης αντήχησης, στο οποίο ακούγεται χωρίς σταματημό η ηχώ μιας ανικανότητας να πούμε ‘’εγώ’’, να αποδείξουμε ότι είμαστε κατιτί» (σ. 179). Τελικά καταλήγουμε στην «επανάληψη ως αέναη απουσία μιας παρούσας αλήθειας»(Ζ. Ντεριντά). Τι προτείνει ο Ροσέ; Προτείνει το πραγματικό. «Το πρωτότυπο πρέπει να ζει χωρίς καμιά εικόνα: αν δεν βρω τον εαυτό μου μέσα μου, θα τον ξαναβρώ ακόμα λιγότερο στην ηχώ μου». Πάρα πολύ σωστά. Αλλά ένας άνθρωπος που θα σκεφτόταν σήμερα έτσι θα συγκαταλέγονταν στους «αόρατους», στους εξόριστους, στους υποτιμημένους. Συνεπώς, δεν αρκεί να σκεφτούμε μόνο εμείς αλλιώς τον εαυτό μας σαν συνεπείς και αυτάρκεις στωικοί, πρέπει να αλλάξουν και τα κριτήρια, δηλαδή ο ισχύον πολιτισμός του «καθρέφτη», του βλέμματος των άλλων, της αναγνώρισης μέσω του ανταγωνισμού και της συμβολικής δύναμης ή της συμβολικής και πραγματικής βίας, που κάποιους τους εξαφανίζει ή τους κάνει το βίο αβίωτο.

Γ Χ Παπασωτηρίου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το κινούν αίτιο και οι... τεχνοκράτες

Naomi Klein Τεχνητή νοημοσύνη, η μεγαλύτερη ληστεία στην ιστορία

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Μάριος Χάκκας: Δε θέλω χρόνο, ζωή θέλω…