Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Δεκέμβριος, 2008

Ευσταθιάδη Μαρία

Κι εδώ, όπως και στον Σωτήρη Δημητρίου(το προηγούμενο Σάββατο), ανασύρονται τα «αρχειακά δεδομένα» της μνήμης. Αυτά που είναι καταχωνιασμένα και απωθημένα, αλλά είναι συγχρόνως και ασύνηδες «κατευθυντήριες αρχές ζωής». Η Μαρία Ευσταθιάδη στο «Κόκκινο Ξενοδοχείο» (εκδόσεις Κέδρος) μιλάει για τις «μικρές και τις μεγάλες ουλές», για τις πληγές, για ό,τι μας κατευθύνει: «Πάντοτε αυτό κάνουμε, μιλάμε γι’ αυτά μιλώντας για άλλα, ακόμα κι όταν δεν το καταλαβαίνουμε. Αυτά κρατούν τα αόρατα γκέμια». Εδώ η μορφή είναι διαλογική, θεατρική. Ένας εσωτερικός διάλογος, όπως και στην αφήγηση του Δημητρίου. Αλλά εδώ είναι ο Πατέρας που εξειδανικεύεται, ενώ η μητέρα μισείται. Εν προκειμένω, δεν είναι η αγάπη της μάνας που γίνεται η βελούδινη αλυσίδα των αντρών, αλλά το βλέμμα, αυτό που θέλει να σε δει, όπως εκείνη θέλει («…νοσταλγεί με σπαραγμό αυτό που δεν έγινα»). Απ’ αυτό το βλέμμα θέλει να απαλλαγεί «Η Φωνή» μαζί με τα «καλοραμμένα, καθωσπρέπει» ρούχα της μητέρας της, «τον τακτοποιημένο τον ψεύτικο

Δημητρίου Σωτήρης

"Σαν το λίγο το νερό" Όταν πέθανε είχε μια περίεργη αίσθηση του σώματός του. Ένιωθε. Ένιωσε την ψυχή του (ροή πνοής) και τον έπιασε μια «αλυπία» χωρίς να χάσει τη συνείδηση της εν ζωή ζωής (σύνδεση με τη μετά θάνατο) και κυρίως τη μνήμη του. Τα καταχωνιασμένα, τα απωθημένα βγήκαν στο φως. Όλες οι θύμησες έπρεπε να αναδυθούν, να λουστούν στο λαμπρό φως, προϋπόθεση για τον αποχωρισμό της ψυχής από το σώμα, για τη συμφιλίωση με το θάνατο. Ο αφηγητής στο μυθιστόρημα του Σωτήρη Δημητρίου «Σαν το λίγο το νερό» (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα) υπερίπταται, για να δει από ψηλά τον κόσμο και πρώτα απ’ όλα τον εαυτό του. Το πεθαμένο Εγώ υπερίπταται. Κοιτάζει κάτω, στη Γη, ανασύροντας τα «αρχειακά δεδομένα» του, την παρακαταθήκη των παιδικών αναμνήσεων, που εν ζωή κοιμούνταν στα βάθη της ψυχής, αλλά στην πραγματικότητα κατηύθυναν τη ζωή μέσα από τα απατηλά όνειρα ή τα δαντικά φαντάσματα. Με το θάνατο φαίνεται ότι αυτά τα φαντάσματα γίνονται ορατά. Και τότε καταλαβαίνει τις «αρχαϊκές κατευθυ

Η θέση μου για την καθεστωτική κριτική

Η κριτική του Δημοσθένη Κούρτοβικ για την «καθεστωτική κριτική» ανοίγει ξανά τη συζήτηση όχι μόνο για τα κριτήρια αξιολόγησης των «κριτικών βιβλίου» αλλά και για την ίδια τη λογοτεχνία. Παλαιότερα, ο ΔΚ είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο με τίτλο «κάτω τα καλά βιβλία», καταγγέλλοντας ουσιαστικά τον μονοδιάστατα «διασκεδαστικό» χαρακτήρα (με την έννοια του σκορπίσματος) της εγχώριας λογοτεχνίας, την αδυναμία της να συνταράξει συθέμελα την ύπαρξη και να «αναστατώσει» τον αναγνώστη. Είναι κοινός τόπος ότι, σήμερα, βρισκόμαστε υπό την πλήρη κυριαρχία της «λογοτεχνίας του στομαχιού», της τεχνικά άρτιας, αλλά αναλώσιμης, αμμώδους και γαργαλιστικά γαλακτώδους λογοτεχνίας. Η τρομοκρατία της «λογοτεχνικής μόδας» και της αγοράς όπου λογοτεχνία είναι ό,τι πουλάει εδώ και τώρα, είναι τρομερή. Δεν υπάρχει χώρος για τη διατύπωση διερωτήσεων, κανείς δεν αντιμετωπίζει τη γραφή σαν μια δραστηριότητα υψηλού κινδύνου και το κείμενο ως κάτι που αν θέλει να είναι έγκυρο, οφείλει να ανοίγει νέους δρόμους και να επι

Καθεστωτική κριτική-Δημοσθένης Κούρτοβικ

Πολλές φορές έχω αναφερθεί στη λογοτεχνία ως τεχνο-λογία της εξουσίας. Μια τέτοια λογοτεχνία όμως χρειάζεται και τη στήριξη μιας αντίστοιχης κριτικής, της "καθεστωτικής κριτικής", όπως σημειώνει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στο κείμενό του στα ΝΕΑ, το οποίο και παραθέτω: "Το σημερινό τοπίο της λογοτεχνικής κριτικής στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με τη γρήγορη καθιέρωση μιας πλειάδας νέων τότε και μεσήλικων σήμερα κριτικών- μιλάμε για επτά ή οκτώ πρόσωπα- που επωφελήθηκαν από το εντυπωσιακό άνοιγμα του ημερήσιου και εβδομαδιαίου Τύπου στον χώρο του βιβλίου και απέκτησαν μόνιμες στήλες στις εφημερίδες. Ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε, αν εξαιρέσουμε την προσθήκη δύο ή τριών νέων ονομάτων, που άλλωστε δεν έχουν ακόμα «ψηλώσει» όσο τα παλιότερα. Πολύ γρήγορα όμως σημειώθηκε μια διχοτόμηση, ένα άτυπο σχίσμα αυτής της ομάδας των επτάοκτώ κριτικών. Ενώ οι μισοί (περίπου) αποποιήθηκαν εξαρχής κάθε μορφή θεσμικής εξουσίας εκτός από αυτή που αντιπρο