Οι βότκες του Galaxy

Οι «σκεπτόμενοι» ξεδίψαγαν στη μπάρα του Galaxy με βότκες. Οι άλλοι, οι «απ’ έξω», οι «απλοϊκοί» συνέχιζαν να πορεύονται. Κάποιος είπε ότι δεν είχε νόημα η «κατάληψη της ΕΣΗΕΑ. Της Βουλής ναι»! «Ήρθε ο Γκοντό» είπε γελώντας ο Κώστας στην εμφάνιση του Γιώργου. Τον Γκοντό, λοιπόν, περίμεναν οι σκεπτόμενοι (άλλως πως διανοούμενοι); Οι «απλοϊκοί» έξω που φώναζαν, που διεκδικούσαν, τι τάχα ανέμεναν; Ποιος είναι ο δικός τους Γκοντό; Οι «σκεπτόμενοι» και οι «απλοϊκοί», δύο διαφορετικές ράτσες. Άραγε, ο (πάντα) αναμενόμενος Γκοντό είναι και για τις δύο ο ίδιος; Προσπάθησα να βρω έναν ορισμό των «σκεπτόμενων» και των «απλοϊκών» και θυμήθηκα τον Ντάνιελ Κέλμαν (Εγώ και ο Καμίνσκι, εκδόσεις Καστανιώτη). Στο διάλογο του βιογράφου με τη σερβιτόρα, ο πρώτος θα πει πως «απλοϊκοί» είναι αυτοί που «ζουν αντί να σκέφτονται», ενώ οι διανοούμενοι «σκέφτονται αντί να ζουν». Φρυκτωρίες οι φλόγες των νευροδιαβιβαστών κουβαλούν μαζί με τον Κέλμαν και τον Πιραντέλο που έθετε το δίλημμα «ή ζεις ή γράφεις». Μπορείς, άραγε, και να ζεις και να γράφεις, και να ζεις και να σκέφτεσαι; Τι ισορροπίες, ή μάλλον τι σχοινοβασίες χρειάζονται για να το καταφέρει κανείς; Πως μπορείς να κρατηθείς τόσο κοντά και τόσο μακριά από τη σαγήνη της σκέψης και της φαντασίας ώστε να μη μαρμαρώσεις από το σκοτάδι ή να καείς από το φως; Ο Νίτσε, ας πούμε, δεν τα κατάφερε. Αλλά τι θέλει να μας πει ο Κέλμαν με το βιογράφο που επιχειρεί να «κλέψει» τη ζωή του μεγάλου ζωγράφου; Ο βιογράφος κατ’ αρχήν κλέβει από τη δόξα του βιογραφούμενου (κλέφτης βίων). Αλλά συγχρόνως, ο κλέφτης (όπως οι κλέφτες της Βιέννης του Φρόυντ) αφήνει κάτι από την ψυχή στον τόπο της κλοπής. Είναι ο «βιογράφος του» ζωγράφου. Του ανήκει. Είναι σκλάβος του. Άρα πρέπει να χρησιμοποιήσει όλες του τις δυνάμεις για να μπορέσει να έχει το ελεύθερο και αντικειμενικό βλέμμα του αποστασιοποιημένου παρατηρητή. Ο βιογράφος είναι νεαρός, φιλόδοξος, ταλαντούχος, αλλά χωρίς δική του ιστορία, χωρίς το έρμα μιας αυτοτελούς βιογραφίας. Έτσι, κινδυνεύει να χειραγωγηθεί από τον φαινομενικά αδύνατο, μεγάλο καλλιτέχνη, που βρίσκεται ένα βήμα πριν από τον τάφο. Η ουσία του μυθιστορήματος είναι η σχέση εξουσίας του Καμίνσκι με τους γύρω του. Ο τίτλος «Εγώ και ο Καμίνσκι» απηχεί ακριβώς τη διαπάλη του Εγώ του βιογράφου με το Άλλο, που είναι ένα τεράστιο Εγώ. Η ιστορία είναι απλή, αλλά γραμμένη με τρόπο που κρατάει εν εγρηγόρσει τον αναγνώστη. Ο βιογράφος νομίζει ότι απαγάγει τον Καμίνσκι και μέσα από μία περιπετειώδη προσπάθεια επιχειρεί να τον πάει κοντά στο μεγάλο του έρωτα. Ο μεγάλος έρωτας όμως του Καμίνσκι δεν ήταν παρά ένας απλός έρωτας, που έγινε «μεγάλος» γιατί το θύμα του είχε διαφύγει, είχε απελευθερωθεί από τη γοητεία του διάσημου καλλιτέχνη. Ο έρωτας έγινε «μεγάλος» γιατί διέλυσε την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας του παντοδύναμου ζωγράφου. «Τότε είχα νομίσει ότι θα πέθαινα», λέει ο Καμίνσκι, «Νομίζεις ότι ζεις. Και, ξαφνικά, χάνονται τα πάντα. Η τέχνη δεν σημαίνει τίποτα. Όλα είναι ψευδαίσθηση. Και το ξέρεις, και δεν μπορείς παρά να συνεχίσεις». Η τέχνη δεν σημαίνει, λοιπόν, τίποτα αφού από την απόχη της μπορούν και διαφεύγουν κάποιες θαυμαστές πεταλούδες. Η τέχνη δεν είναι παντοδύναμη, δεν είναι ανίκητη, αφού νικήθηκε από μία γυναίκα. Άρα, μπορεί άνετα να νικηθεί από το χάρο. Η αθανασία μέσω της τέχνης, συνεπώς, είναι μία ψευδαίσθηση. Μόνο που η προσωπική ιστορία κάποιου, η βιογραφία του, η ζωή του είναι η βίωση αυτών των ψευδαισθήσεων και ενδεχομένως η διάψευσή τους. Γι’ αυτό απέναντι στο μεγάλο Εγώ του γηραιού καλλιτέχνη βρίσκεται το μικρό Εγώ του βιογράφου ή της κόρης. Αυτών που ζουν στη σκιά του μεγάλου Εγώ. Η φαινομενικά δυναμική κόρη του ζωγράφου «ζήλευε την Τερέζ», τον μεγάλο του έρωτα, «Επειδή δεν είχε ζήσει άλλη ζωή εκτός από τη ζωή του (διάσημου καλλιτέχνη πατέρα της), επειδή κι εκείνη ήταν χωρίς παρελθόν. Όπως κι εγώ (βιογράφος)». Ένα από τα καλά στοιχεία του μυθιστορήματος είναι η δυνατότητα του Κέλμαν να αφηγείται τις σκέψεις, να καθιστά μυθιστορηματικό το δοκιμιακό λόγο. Έτσι, οι μεγάλες διερωτήσεις και κάποιες απαντήσεις γίνονται ένας γρήγορος διάλογος, ή μία απλή περιγραφή τριών αράδων. Τελικά, όμως, όλα είναι ψευδαίσθηση; Και αν είναι, τότε τι είναι η πραγματικότητα; Η απάντηση σχετικά με την πραγματικότητα αφορά μόνο την τέχνη. Έτσι, «Η πραγματικότητα μεταβάλλεται με κάθε βλέμμα, κάθε δευτερόλεπτο. Η προοπτική είναι μια συλλογή από κανόνες, για να μπορέσουμε κάπως να συμμαζέψουμε αυτό το χάος. Ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο». Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο «το φως πρέπει να περάσει μέσα από πάρα πολλούς φακούς πριν θεωρήσουμε μια εικόνα ρεαλιστική». Αλλά θα το πιστεύατε ποτέ; Ένας ζωγράφος που ζωγράφισε τη θάλασσα, δεν την είχε δει ποτέ στη ζωή του! Λέτε γι’ αυτό να τη ζωγράφιζε όπως δεν την «έβλεπε» κανείς άλλος; Ίσως. Αλλά να και πάλι οι καλλιτέχνες, οι «σκεπτόμενοι» του Calaxy. Ο Τζιάκομο Λεοπάρντι, ο ποιητής, έλεγε πως η δυστυχία των μεγάλων σκεπτόμενων Εγώ είναι πολύ μεγάλη, όσο και τα τεράστια Εγώ τους και γι’ αυτό καλό είναι να «πνίγουν» που και που την απέραντη θλίψη της οριστικής ματαίωσης (ψευδαίσθησης) στο αλκοόλ και στα ψυχοτρόπα!

Alain Badiou
Η πολιτική και η λογική του συμβάντος
Μετάφραση, Δ. Βεργέτης, Τ. Μπέτζελος
Πατάκη

Στον καιρό που πολλοί μιλούν για την ανασημασιοδότηση του «πολιτικού» ή ακόμα και για την «απόσυρσή του», ο Μπαντιού ξανασκέφτεται το πολιτικό με όρους μυθοπλασίας. Αν λοιπόν το πολιτικό είναι μυθοπλασία, τότε η πολιτική είναι εκείνο το συμβάν, που επιφέρει τη διάτρηση της μυθοπλασίας. Και για όσους ευλόγως δεν καταλαβαίνουν, το πολιτικό είναι ένας μύθος, μία ιριδίζουσα επινόηση-πομφόλυγας, που η πολιτική(συμβάν) «τρυπάει». Αλλά τι απομένει όταν ο πομφόλυγας εξαερωθεί; «η συνάθροιση, ο δεσμός, η σχέση» (το συν-είναι) λέει ο Μπαντιού. Αυτός ο δεσμός-ιστός είναι η ιδεολογική δοξασία. Δηλαδή όταν σκάσει ο μύθος, μέσα βρίσκουμε έναν άλλο μύθο (μπάμπουσκα) την ιδεολογία που συνέχει την κοινωνία (το ίδιο λέει και ο Ζίζεκ). Δεν είναι τυχαίο ότι Μπαντιού και Ζίζεκ επηρεάζονται από τον Λακάν.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το κινούν αίτιο και οι... τεχνοκράτες

Naomi Klein Τεχνητή νοημοσύνη, η μεγαλύτερη ληστεία στην ιστορία

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Μάριος Χάκκας: Δε θέλω χρόνο, ζωή θέλω…