ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
«Σ’ αυτό το βιβλίο όλα είναι αληθινά, τίποτα όμως δεν είναι βέβαιο» μας προειδοποιεί η Σώτη Τριανταφύλλου στο νέο της μυθιστόρημα (Λίγο από το αίμα σου, Πατάκης). Τι θέλει, άραγε, να πει; Νομίζω ότι βρίσκω την απάντηση στο τέλος του βιβλίου, στην 388 σελίδα: «ακόμα και η πιο αριστοτεχνική γραφή αφήνει κενά, ρωγμές και χάσματα μέσα από τα οποία η πραγματικότητα έρπει, αστράφτει και τινάζεται∙ ο κόσμος είναι όπως είσαι εσύ ο ίδιος». Άρα, η πραγματικότητα θάλλει στις ρωγμές, στα χάσματα της γραφής. Αλλά αν η πραγματικότητα, αν ο κόσμος είμαι εγώ ο ίδιος, πώς να δω (με τι βλέμμα) το «μη ίδιο», το άλλο, τον άλλο, τους άλλους; Από από-σταση ή ως υπό-σταση, αποστασιοποιημένος –εκτός του κόσμου- ή υποστασιοποιημένος –εντός του κόσμου-; Πώς, λοιπόν, να «δω» το μυθιστόρημα της Σώτης; Εκ των έσω, με όλη την υποκειμενικότητα για έναν άνθρωπο και συγγραφέα που αγαπώ και εκτιμώ, ή απ’ έξω, ως δήθεν αντικειμενικός κριτής-αυθέντης; Αποφασίζω ότι τα ερωτήματα είναι ψευδή και συνεχίζω. Πως, λοιπόν, να προσεγγίσω το «λίγο από το αίμα σου», ως μία ανατομία της βρετανικής αποικιοκρατίας, ως μία ανατομία του «άγιου μίσους» -των δεξιών και των αριστερών φονταμενταλισμών- ή ως μία σάγκα αποικιοκρατών που αδυνατούν να ερωτευτούν πραγματικά (όσοι μπορούν και ερωτεύονται, τα αισθαντικά πλάσματα του εράν πεθαίνουν, όπως η Μπέθανυ); Αποφασίζω ότι ο καθένας επιλέγει να διαβάσει ανάλογα με το βλέμμα του, ανάλογα με τον κόσμο του, ανάλογα με αυτό που είναι ο ίδιος. Σκέφτομαι, όμως, ότι ενδέχεται αυτή η επιλογή, το «βλέμμα» του αναγνώστη να έχει υποβληθεί, να έχει κατασκευαστεί από τους κατασκευαστές του σύγχρονου γούστου και των πλυντηρίων. Γι’ αυτό αποφασίζω να ακολουθήσω τη λεγόμενη πρόθεση της συγγραφέως μέσα στις ρωγμές και στα λαγκάδια, που προϋποθέτουν τις «βουνοκορφές», τα μεγάλα πάθη, που με τη σειρά τους είναι το καύσιμο του κινητήρα, του δόλου της ιστορίας. Τι θέλει, λοιπόν, να μας πει η Σώτη; Η διατύπωση του ερωτήματος με οδηγεί και πάλι σε μία παρέκβαση. Ίσως γιατί έχω μάθει να «πλαγιοκοπώ», να ακολουθώ σκολιές ατραπούς. Ίσως γιατί η Σώτη είναι από τους ελάχιστους πλέον που επιμένουν στη γραφή της «παρέμβασης», που δεν αποδέχονται τη λογοτεχνία ως αμιγώς αισθητική απόλαυση, ως μία τεχνολογία της εξουσίας, αλλά ως κριτική των λογής εξουσιών. Εδώ η λογοτεχνία δεν εκκινεί από το «πως λέγεται κάτι», αλλά από το «κάτι», από το «τι». Το «πως» ακολουθεί. Ναι, οι αποικιοκράτες, αυτοί που «μεταφυτεύτηκαν» σ’ ένα κλίμα που δεν τους σήκωνε και ξεφλούδιζε το δέρμα τους, αυτοί που οι δικές τους ελευθεριότητες προϋπέθεταν την τάξη των «αποκάτω» δεν ήταν χωρίς αισθήματα. Μόνο που τα αισθήματα αυτά οργανώνονταν και κανοναρχούνταν από μία συγκεκριμένη θρησκευτική πίστη, που ο πυρήνας της ήταν το «άγιο μίσος». Γι’ αυτό ο έρωτας ήθελε αίμα (λίγο από το αίμα σου) για να τραφεί, ακριβώς όπως και η αποικιοκρατία. Η Τριανταφύλλου δεν περιορίζεται ασφαλώς σ’ αυτή την κοινοτοπία. Αντιθέτως, προσεγγίζει τις αποχρώσεις, τις διαφορές των αριστοκρατών και της θρησκευτικής τους πίστης με τους ανερχόμενους πλην «άπιστους» βρετανούς της εμπορικής τάξης. Εδώ ισχύει ενδεχομένως η διάκριση της Κρίστεβα για τους ξένους (πιστοί και είρωνες). Αλλά η συγγραφέας δεν περιορίζεται στην αποικιοκρατική εξουσία και τις συνέπειές της αλλά επεκτείνει την κριτική της και στην «επαναστατική εξουσία». Η απάντηση των σκλάβων στην αποικιοκρατική εξουσία ήταν ομοιομερής και ομοιότροπη, είχε το ίδιο ύφος και χρησιμοποίησε τους ίδιους τρόπους με αυτούς των πρώην αφεντικών: «…οι επαναστάτες δεν ελάφρυναν το φορτίο της τυραννίας… άλλαζαν απλώς τον ώμο που το κρατούσε…». Τόσο οι αποικιοκράτες, ακόμη και οι ιεραπόστολοι, όσο και οι επαναστάτες «είχαν το μυαλό ενός μονόφθαλμου λαγού». Και τούτο γιατί δεν ήταν καθόλου εξελιγμένοι. Γιατί «ζούσαν μια ζωή χωρίς έρωτα». Να, λοιπόν, το κριτήριο της ανθρώπινης εξέλιξης, ο έρωτας. Από την άλλη πλευρά, η πίστη είτε η θρησκευτική του Ιερώνυμου είτε η πολιτική του Φίλιπς , η πορφύρα και το τζάκετ είναι οι όψεις του ίδιου νομίσματος. Γιατί και η πίστη του Φίλιπς (του επαναστάτη μπάτλερ που περνούσε πάντα «ξυστά από τα σφάλματα») δεν ήταν λιγότερο αιμοβόρα καθώς στον ισπανικό εμφύλιο «οι Δημοκρατικοί, οι «Καλοί», κατά τον Φίλιπς, ανάγκαζαν τους Καθολικούς παπάδες να σκάβουν τους λάκκους τους κι έπειτα τους έθαβαν ζωντανούς…». Η επανάσταση, συνεπώς, ήθελε κι αυτή «λίγο από το αίμα σου». Άρα, κάτω οι πίστεις. Ή αλλιώς ζήτω οι άπιστοι, οι απάτριδες, οι «είρωνες». Αλλά προπάντων ζήτω τα ερωτευμένα υποκείμενα της δαπάνης, όπως η μικρή Μπέθανυ. Και επειδή «όλα είναι αληθινά» και επαναλαμβανόμενα και τότε όπως και σήμερα ο Ευγένιος(κι εδώ το όνομα κάτι σημαίνει, όπως και το Ιερό-νυμος) ήθελε να πει στη Λύντια ότι «ο έρωτας, οι προγαμιαίες σχέσεις, όλα αυτά, δεν είναι θανάσιμες αμαρτίες παρά τους ισχυρισμούς των παπάδων…». Για να θυμηθούμε και τα «περί πορνείας» της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας. Αλλά επανέρχομαι στο «όλα είναι αληθινά, αλλά τίποτα δεν είναι βέβαιο», που, τελικά, νομίζω ότι φωτίζεται από άλλη οπτική γωνία στη σελίδα 216: «Στην Αφρική κάτι που είναι αλήθεια την αυγή είναι ψέμα το μεσημέρι». Οι Αμερικανοί Πραγματιστές (Πιρς, Τζέιμς και Ντιούη) έλεγαν να προετοιμαζόμαστε ώστε να δεχτούμε τη σημερινή αλήθεια (πίστη) ως το αυριανό ψεύδος. Δεν θα επεκταθούμε σ’ αυτό. Εξάλλου, τα ερεθίσματα που μας δίνονται είναι άπειρα. Θα μείνουμε απλώς στην «προσευχή» του Ευγένιου (συγγραφέας) που «ζητούσε να μη γίνει ποτέ άνθρωπος χωρίς ερωτηματικά…». Και ο συγγραφέας-καλλιτέχνης αν και δεν μπορεί να ερωτευθεί, δηλαδή να εξελιχθεί, παρ’ όλα αυτά εξελίσσεται, μετουσιώνοντας την αναπηρία του σε τέχνη, εκφράζοντας το θυμό του («είμαι ένα θυμωμένος άνθρωπος που πέρασε πολλά άδεια χρόνια χωρίς να αισθανθεί θυμό για κανέναν»), μισώντας όσους τον μισούν (αναγνώστη, κριτικό). Έτσι, το «μίσος» γίνεται όχι μόνο ο κινητήρας της ζωής αλλά και της τέχνης (γι’ αυτό η διαφάνεια του κακού, η εξαφάνισή του μας στερεί από την ενέργειά του-Μποντριγιάρ). Ο «καλός», δημοκρατικός συγγραφέας «θάβει» τους «κακούς»! Η ειρωνεία εδώ γίνεται ανατρεπτικός αυτοσαρκασμός. Όλα αυτά που μόλις σας περιέγραψα, δεν ξέρω αν πραγματικά τα γράφει ή τα υπαινίσσεται η Τριανταφύλλου μέσα στο άπειρο πλήθος των ρωγμών μέσα στις οποίες κρύβεται, ούτε ξέρω αν «είδα» πραγματικά το «αληθινό» πλην αβέβαιο χάσμα της. Ένα είναι βέβαιο, πως όσα είχα ανάγκη να δω, τα είδα. Έτσι διαβάζουμε με όσους συμφωνούμε. Η συμφωνία, βέβαια, είναι πληκτική, αντίθετα με τη διαφωνία και το «μίσος». Το ζήτημα είναι να κάνουμε και τη συμφωνία ενδιαφέρουσα, αναζητώντας τις αποχρώσεις και ζώντας τα «συν» της. Αλλά αυτό μπορεί να συμβεί μόνο μέσω του έρωτα…
Σχόλια