Θωμάς Κοροβίνης: Μπέμπης

Περιοδικό  ekirikas 22-23 Απριλίους

Δημήτρης Στεργίου γνωστός ως «Μπέμπης» (1927-1972) ήταν δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και της κιθάρας, ιδιοφυής, ιδιαίτερα μορφωμένος αλλά και αυτοκαταστροφικός, ήταν ένας θρύλος της λαϊκής μουσικής σκηνής, που ο Θωμάς Κοροβίνης ξανασυστήνει στους νεότερους, παρουσιάζοντας συγχρόνως ένα πανόραμα του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού και το κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον του, την εργατούπολη του Πειραιά. Η ιδιαίτερη λαλιά, η χειμαρρώδης γραφή με τις μεγάλες παραγράφους, οι στίχοι των λαϊκών τραγουδιών, οι συναρπαστικές ιστορίες των πρωταγωνιστών του που διατρέχουν την κεντρική αφήγηση, δημιουργούν ένα κείμενο που συναρπάζει τον αναγνώστη. Στην πραγματική ιστορία του Δημήτρη Στεργίου-«Μπέμπη» (res factae) ο συγγραφέας προσθέτει το μυθιστορηματικό στοιχείο (res fictae) που δίνει «προοπτική» στα πραγματικά γεγονότα μέσα από τα βιώματα, τη μελέτη και την φαντασία του συγγραφέα. Εκτός από την εργατούπολη του Πειραιά καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού διαδραματίζει και η Αμερική. Οπως επισημαίνει ο Θωμάς Κοροβίνης με το στόμα του «Μπέμπη»: «…βρες μου έναν δικό μας να μην έχει παραμυθιαστεί με την Αμέρικα, λίγοι όμως το αποφάσιζαν» (σ.σ. μόνο οι «γενναίοι» τολμούσαν το μεγάλο ταξίδι, έγραφε ο Βέρνερ Σόμπαρτ στον «Αστό». Μόνο «Οι βιρτουόζοι του πνεύματος» θα έλεγε και ο Μαξ Βέμπερ). Και συνεχίζει: «…πάντως εγώ δεν το πολυσκέφτηκα, με είχε ψήσει από καιρό το φιλαράκι μου ο Τατασόπουλος… είχε πρωτοπάει εκεί το ’55 με τη Ρένα Ντάλια… έβαλα πλώρη για τη χώρα των ονείρων και των θαυμάτων, μια ολόκληρη ζωή κρατάει το ταξίδι για την ήπειρο της Αμερικής, δώδεκα μέρες σερί… η νέα Βαβυλώνα, ένας αχταρμάς με όλες τις φυλές του Ισραήλ, τέλη της δεκαετίας του ’50 για τους Ελληνες μουσικούς φάνταζε παράδεισος, τα υποσχόταν όλα…». «…οι πρωτοπόροι του συναφιού μας, επαγγελματίες μουσικοί πρώτης κλάσεως, Τατασόπουλος, Τζουανάκος, Παπαϊωάννου, Καπλάνης, Χιώτης, Σπόρος, και οι λοιποί, που τόλμησαν κι έφτασαν στην άλλη άκρη της Γης (στην Αμερική) για να δουλέψουν, αυτοί έκαναν κατάσταση, οι αρχηγοί, έστρωσαν το έδαφος για μας τους επόμενους, έτσι έπιασε η μαγιά, κι έγινε ντόρος με το γλέντι το ελληνικό, το κέφι το ρωμαίικο…». Το ελληνικό γλέντι Ο ήρωας του Θωμά Κοροβίνη μιλάει συχνά με τους στίχους τραγουδιών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συντελείται κυριολεκτικά ένα «έγχαρτο» γλέντι, μια τελετουργία, όπου οι σεβντάδες, οι έρωτες, οι καημοί («Εσένα δεν σου άξιζε αγάπη», «Δεν είναι αυγή να σηκωθώ», «Τι τα φυλάς τα νιάτα σου»), τα βάσανα, οι ζωές μιλιούνται και ξορκίζονται με το τραγούδι αλλά και «πνίγονται» στο αλκοόλ, όπως παλιότερα «καίγονταν» οι πρώτοι μετανάστες στην Αμερική με το φλιπ (εξού και το φλιπάρω)… Το ελληνικό γλέντι λειτουργεί διττά, τόσο με το «σκόρπισμα» μέσω της διασκέδασης (από το σκεδάννυμι) που σώζει από τη βία της συσσώρευσης, όσο και με την ανασύσταση του τσακισμένου από τη ζωή και τη βιοπάλη εαυτού. Το ελληνικό κέφι βιώνεται ως υψηλή μορφή αμοιβαίας (διαδραστικής) εμπειρίας, σαν μια καθαρτική συνάντηση όλων: Μουσικοί και γλεντιστές γίνονται ένα. Μέσω του κεφιού η σχέση «εαυτού» και συλλογικότητας βρίσκεται σε συνεχή διαδικασία μορφοποίησης και επανασύστασης. Οι μουσικοί μέσω της σολιστικής επιτέλεσης είναι οι βιρτουόζοι που απολαμβάνουν τον θαυμασμό των γλεντιστών (και τη «χαρτούρα» βέβαια), τον οποίο ανταλλάσσουν γενναιόδωρα καθιστάμενοι μια παρέα μαζί τους, δηλαδή γλεντιστές και οι ίδιοι. Αυτή την συλλογική -ερωτική- μέθεξη ο «Μπέμπης» δεν την αλλάζει με τίποτα. Γι’ αυτό αρνείται να γίνει γραμμόφωνο! Οι εκπληκτικοί αυτοσχεδιασμοί του δεν έχουν ηχογραφηθεί, μόνο ελάχιστα δείγματα υπάρχουν, όπως οι συγκλονιστικές «Πενιές του Μπέμπη». «Δεν θα με κάνετε εμένα γραμμόφωνο», έλεγε… «...το Νοέμβρη του ’63…, -λέει ο ήρωας μέσω του Θωμά Κοροβίνη-, στο Ντάλλας, κάποιοι του το σφυρίξανε λοιπόν, ενός Μαύρου, ότι ένας Ελληνας σολίστας παίζει τρελά εκείνο το όργανο το παράξενο, κάτσε καλά, μην το χάσεις, μα είμαι θαυμαστής, άι λοβ μπουζούκι, είπε ο άνθρωπος, έπαιρνε σβάρνα, κάθε νύχτα που σχολούσε απ’ το κλαμπ που έπαιζε, όλα τα μπουζοκομάγαζα της πόλης, είχε αποκτήσει πλέον μεγάλη φήμη ο δικό μας τρόπος διασκέδασης, κατέφτασε λοιπόν κάποιο βράδυ, ήταν απ’ το γκρουπ του Ντιούκ Ελλινγκτον, κορυφαίος τρομπετίστας, ωραία φυσιογνωμία, συμπονετική, αυτοί έχουν μέσα τους το αιώνιο ντέρτι του σκλάβου, καημός ατελείωτος… παίξε, μου λέει, κάτι χαρούμενο, απ’ την πατρίδα σου, σε στυλ τζαζίστικο, πιάνω κι εγώ ένα μικρασιάτικο… στο τέλος ρίχνω κι ένα ταξίμι δεκάλεπτο, σπαραξικάρδιο, και τον πιάνουνε τα ζουμιά στο ρεφραίν, άιντε παραμάνα, κούνα, κούνα, το μωρό που είναι στην κούνια, μου κάνει χειραψία, με παίρνει αγκαλιά…». Αυτό είναι το λαϊκό τραγούδι, ένα ποιητικό παιχνίδι θανάτου και αναγέννησης. Γι’ αυτό η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου έλεγε: «…για τη ζωντάνια νοιάζομαι… δεν θέλω καμία απόδραση, μια ανανέωση του καημού… θέλω… λέξεις θέλω». Αυτές τις «λέξεις» των λαϊκών τραγουδιών παραθέτει στη διαδρομή της μυθιστορίας ο Θωμάς Κοροβίνης, απογειώνοντας τη γραφή, κάνοντάς της, όπως προείπαμε, ένα «έγχαρτο γλέντι». Παραμονή Χριστουγέννων του 1972, ο Δημήτρης Στεργίου, ο θρυλικός «Μπέμπης», αυτός ο περήφανος ομορφάντρας, πέθανε, πένης και αλκοολικός.

* Θωμάς Κοροβίνης «Μπέμπης», μυθιστόρημα, 2022 «Μπέμπης», ένας θρύλος

https://outlook.live.com/mail/0/id/AQMkADAwATEyN2E3LWJjYjMtYmMwZi0wMAItMDAKAEYAAAPLPgi2Lmu%2FQqmXNpFh0dEAIQcAddxGKoDFik2eqZ26YgeFpwAAAgEMAAAAddxGKoDFik2eqZ26YgeFpwAGHQKYiAAAAA%3D%3D/sxs/AQMkADAwATEyN2E3LWJjYjMtYmMwZi0wMAItMDAKAEYAAAPLPgi2Lmu%2FQqmXNpFh0dEAIQcAddxGKoDFik2eqZ26YgeFpwAAAgEMAAAAddxGKoDFik2eqZ26YgeFpwAGHQKYiAAAAAESABAAVf7nbfSUVESM6XqO0UHwAw%3D%3D

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το κινούν αίτιο και οι... τεχνοκράτες

Naomi Klein Τεχνητή νοημοσύνη, η μεγαλύτερη ληστεία στην ιστορία

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Μάριος Χάκκας: Δε θέλω χρόνο, ζωή θέλω…