Ζενέ, Σαρτρ κι οι φασισμοί δεξιάς κι αριστεράς
Η περίπτωση του Ζαν Ζενέ του νόθου παιδιού, ενός ξένου-νόθου παιδιού, του υιοθετημένου σύμφωνα με το σχέδιο της κοινωνικής πρόνοιας του γαλλικού κράτους, του μικρού κλέφτη και δραπέτη, του φυλακισμένου, του φιλοναζιστή συγγραφέα, που υιοθέτησε η Γαλλική «προδοτική» δεξιά του Βισύ και στη συνέχεια η αντιστασιακή Αριστερά του Σαρτρ, η ζωή αυτού του αμφιλεγόμενου ανθρώπου και καλλιτέχνη, που έγραψε μεταξύ άλλων «το ημερολόγιο ενός κλέφτη» και τις «Δούλες» (θεατρικό), είναι το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης του βιβλίου του Ιβάν Γιαμπλόνκα «Ζαν Ζενέ: Οι ανομολόγητες αλήθειες» (Καστανιώτης, Αθήνα, 2008). Το έργο δεν είναι μία απλή βιογραφία, αλλά ένα δοκίμιο, μία μελέτη που ακτινογραφεί τη γαλλική κοινωνία από το μεσοπόλεμο ως τη δεκαετία του 1970, αναλύοντας βαθιά το ρόλο της διανόησης και της λογοτεχνίας στη διαμόρφωση του συσχετισμού των πνευματικών δυνάμεων (ιδεολογία και πολιτική ηγεμονία). Ο συγγραφέας του βιβλίου εκκινεί από τη γοητεία που άσκησε ο Ζενέ στις εμβληματικές μορφές της γαλλικής φιλοσοφίας και κριτικής (Σαρτρ, Φουκό, Ντεριντά), επισημαίνοντας ότι η γαλλική αριστερή διανόηση (οι εξουσιαστές του μεταπολεμικού λογοτεχνικού-φιλοσοφικού πεδίου σύμφωνα με τον Μπουρντιέ, ή οι παράγοντες που μονοπωλούσαν «το χειρισμό των ιερών πραγμάτων» και πάλι Μπουρντιέ) ουσιαστικά κατασκεύασε τον Ζενέ καθώς «η ερμηνεία που δίνεται σε ορισμένα γεγονότα της ζωής και του έργου του είναι γεμάτη υπεκφυγές: μεταφέρει περισσότερο τη σκέψη του κριτικού παρά τη σκέψη του Ζενέ»(σελ. 445)! Ποια είναι η πραγματικότητα της ζωής και του έργου του Ζενέ; «Το έργο του Ζενέ και η φασιστική σκέψη παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες» απαντά ο Γιαμπλόνκα. Αλλά γιατί τότε οι αριστεροί των υποστήριξαν, τον πρόβαλλαν, δημιουργώντας ουσιαστικά ένα μύθο; Γιατί ο Ζενέ δεν ήταν ένας αστός φασίστας όπως ο Σελίν, ο Ρεμπατέ, ο Ροσέλ (αυτοί είναι οι αστοί φασίζοντες δεξιοί αντίπαλοι του επίσης αστού πλην αριστερού και αμφισβητούμενα αντιστασιακού σπουδαστή της Εκόλ Νορμάλ Σουπεριέρ, Ζαν Πωλ Ζαρτρ), αλλά ένας αποκλεισμένος, ένας απόκληρος, ένας θύτης και συγχρόνως θύμα («Οι νταβάδες στο Μετρέ είναι θεότητες του κακού και απόλυτα θύματα» σελ. 279). Εδώ, πάνω στο μύθο του Ζενέ, ο Σαρτρ θα εδραιώσει την άποψη σύμφωνα με την οποία οι απόκληροι είναι θύτες γιατί η κοινωνία τους όπλισε το χέρι, αποκλείοντάς τους από τους κόλπους της. Γι’ αυτό όταν οι απόκληροι συνειδητοποιήσουν την κατάστασή τους, γίνονται αριστεροί! Σ’ αυτό το σημείο ξέσπασε η μεγάλη διαμάχη Σαρτρ και Καμύ (ο δεύτερος έλεγε όχι «βία στη βία» -Σαρτρ- ούτε θύτες ούτε θύματα ούτε στην καζουιστική του αίματος). Ο Σαρτρ θεωρούσε ότι δουλειά του λογοτέχνη είναι να αποκαλύπτει την αδικία που προκαλείται στους «κάτω» και να δημιουργεί ενοχή στους «πάνω». Μάλιστα, επειδή οι «κάτω» δεν γνωρίζουν να διαβάζουν, οι «πάνω» γίνονται το προνομιακό κοινό του. Η άποψη αυτή του Σαρτρ που καταγράφεται στο βιβλίο του «τι είναι λογοτεχνία;», ταυτίζεται με τις απόψεις του Ζενέ («Οι Νέγροι» γράφτηκαν σύμφωνα με τον τελευταίο «όχι υπέρ των μαύρων, αλλά κατά των λευκών). Ο Ζενέ μισεί. Μισεί την «αλαζονεία της δημοκρατικής Γαλλίας», την «υποκρισία μιας δημοκρατίας που έχει μεθύσει από ελευθερία και ισότητα, την ίδια στιγμή που αποστρέφει το πρόσωπό της από λαμπρούς μαθητές των οποίων το μόνο σφάλμα είναι ότι ανήκουν στον απλό αγροτικό κόσμο, τη στιγμή που φυλακίζει τους φυγάδες, οι οποίοι διψούν για ελευθερία, και τους στέλνει στα κάτεργα όπου ‘’βασανιστές τυραννούν τα παιδιά και τη στιγμή που υποδηλώνει ανθρώπους με το πρόσχημα ότι θα τους προσφέρει τα φώτα της». Γι’ αυτό σύμφωνα με τον συγγραφέα ο Ζενέ θα δει στο ναζισμό τη συντριβή αυτής της «δημοκρατίας» της αλαζονικής γαλλικής κοινωνίας, θα δει την ευκαιρία που έδωσε στους περιθωριακούς και, τέλος, θα δει το θέαμα μιας θριαμβεύουσας παραδοσιακής και αγροτικής κοινωνίας. Το μίσος των απόκληρων για τους αστούς, αυτό που αργότερα θα χαρακτηριστεί από άλλους ένα φυσιολογικό «ταξικό μίσος» υπάρχει ήδη εδώ. Από εδώ απορρέει η αποθέωση του «κακού» από τον Ζενέ. Ουσιαστικά το κακό δεν είναι παρά η κόλαση των απόκληρων όπως την έχει οριοθετήσει η αστική ηθική, το αστικό, το κυρίαρχο, κανονιστικό «καλό». Συνεπώς, το καλό και το κακό αποκτούν ταξικά κριτήρια με βάση το ερώτημα «καλό και κακό για ποιόν;». Σύμφωνα με τον συγγραφέα του βιβλίου η σπουδαιότητα του Ζενέ έγκειται στο γεγονός ότι «Τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά έργα του στήνουν μία σκηνή πάνω στην οποία παρελαύνουν εκκωφαντικά το καρναβάλι του κακού και του θανάτου», ότι δηλαδή ήταν η ζωή στον αιώνα του. Παραδόξως, το κακό δεν ορίζεται και δεν οροθετείται από τον συγγραφέα του βιβλίου, απλώς καταγράφεται το ενδιαφέρον των Σαρτρ, Φουκό και άλλων για τους απόκληρους, τους εγκληματίες, τους ομοφυλόφιλους, τους προλετάριους, τους ανώνυμους «των οποίων ο λόγος ‘’καταπατείται και απορρίπτεται από το κατεστημένο’’». Ο Ζενέ είναι η ενσάρκωση της λαϊκής ανυπακοής στους νόμους των πειθαρχικών κοινωνιών (η πειθαρχία μέσω των ποινών αλλά και μέσω της επιβολής-γνώσης). Έτσι, το «κακό» θα γίνει η ηθική των μειοψηφιών, ενώ η οργάνωση της «πειθαρχικής κοινωνίας» ως αποτέλεσμα του Διαφωτισμού θα συγκεντρώσει τα πυρά της κριτικής. Σ’ αυτό το πλαίσιο πλέκεται και το εγκώμιο της τρέλας ως αντίστασης στον κυρίαρχο λόγο (ορθό λόγο) των δυτικών πειθαρχικών κοινωνιών, που στοχεύουν στην καθυπόταξη των άπορων και των παραφρόνων. Ο Γιαμπλόνκα αμφισβητεί όσους ισχυρίζονται ότι ο Ζενέ επιχείρησε να αποκαλύψει στο θεατρικό του έργο «Το μπαλκόνι» «το φασιστικό χαρακτήρα μιας κουλτούρας» που φέρεται από έναν γλωσσικό ή καλλιτεχνικό κώδικα (στη σελίδα 474 αναφέρεται το «ζην επικινδύνως» του Μουσολίνι και ο νους μας πηγαίνει στη σύγχρονη «κοινωνία του ρίσκου» των νεοφιλελεύθερων). Με ένα άλμα ο συγγραφέας καταλήγει ότι ο Ζενέ απευθύνεται στους ενόχους (να δημιουργήσει ενοχή στους «πάνω» σύμφωνα με τον Σαρτρ) και όχι στα θύματα. Και τούτο γιατί και ο ίδιος είναι ένοχος, ένα θύμα-ένοχος της αριστεράς «που μετατρέπει το Κακό σε Καλό» (Το καλό είναι το κακό που νίκησε), ενώ γίνεται το λάβαρο των καταπιεσμένων. Αλλά ο Ζενέ δεν είναι υπέρμαχος καμιάς ηθικής λέει ο Γιαμπλόνκα για να αυτοαναιρεθεί στη συνέχεια λέγοντας ότι οι ρίζες της επαναστατικότητας τους Ζενέ δεν βρίσκονται στην Άκρα Αριστερά αλλά στη «φασίζουσα Άκρα Δεξιά». Βέβαια, ο Ζενέ, όταν απελευθερώνεται και από τον Σαρτρ θα γίνει ο κριτής κάθε εξουσίας (είναι αντιεξουσιαστής, είναι υπέρ των αδυνάτων, είναι υπέρ των Παλαιστινίων αλλά δεν θα είναι όταν γίνουν εξουσία. Γιατί η Επανάσταση γίνεται τυραννία όταν γίνει εξουσία: «Σε κάθε επανάσταση, υπάρχει μια παθιασμένη πουτάνα που τραγουδά τη Μασσαλιώτιδα και κατ’ αυτό τον τρόπο αποκτά την παρθενιά της»-Το μπαλκόνι). Για τον Γιαμπλόνκα το θέμα είναι φροϋδικό, είναι η εγκατάλειψη του αθώου μωρού, που εμπλεκόμενο ως νέος στη συνέχεια συστηματικά στο κακό θα γίνει «στρατηγικά ένοχος» μέσω της επιτυχίας και της αναγνώρισης (εδώ έχουμε την αναγνώριση μέσω του κακού –λόγω του αποκλεισμού από το καλό- αλλά και τον ανάστροφο προτεσταντικό ντετερμινισμό καθώς και την αντικατάσταση της Αγάπης από τη Δύναμη. Ο Σαρτρ θεωρεί ότι «η αναζήτηση του απόλυτου μέσα στο Κακό είναι για το νόθο ένας τρόπος να γλυτώσει από την τρέλα». Για τον Ζενέ αγιοσύνη είναι «να εξαναγκάζεις τον διάβολο να γίνεται θεός»). Τελικά ο αθώος νόθος, ο κλέφτης-ποητής θα χάσει την αθωότητά του και θα γίνει σαν τους «Ενόχους του 20ου αιώνα, που υποδούλωσαν και σφαγίασαν επειδή θεωρούσαν τους εαυτούς τους θύματα…». Ο Γιαμπλόνκα επιχειρεί να ανατρέψει το σαρτρικό μύθο. Θέλει να αναλύσει τον Ζενέ και παρατηρεί τον Σαρτρ, τον Φουκώ, την Αριστερά, που κατέστησαν τον Ζενέ από «μάστιγα μασκότ» μιας υπεροπτική αστικής τάξης(Όντως ο Ζενέ θα γίνει ο μύθος-άγαλμα του αριστερού αρχιεράρχη Σαρτρ ως δείγμα του καταπιεσμένου που γίνεται επαναστάτης –αποκολλείται από την υπόστασή του- αρνούμενος τα δικαιώματα και τις ιδεολογίες των καταπιεστών του και μέσω της δύναμης της συνείδησης ξαναχτίζει τη ζωή του –Σαρτρ: «Το είναι και το μηδέν»). Τελικά ο Γιαμπλόνκα καταλήγει ότι η φασίζουσα άκρα δεξιά και η φασίζουσα άκρα αριστερά είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Εδώ έχουμε την «υποταγή της ηθικής στην αισθητική (που) είναι μία από τις θεμελιώδεις αρχές του λογοτεχνικού φασισμού» (Ο Σαρτρ κρίνει πως «στο βάθος της αισθητικής προσταγής διακρίνουμε την ηθική προσταγή…» και εντέλει τη δημοκρατία ως ελευθερία του λόγου). Ο φασισμός «ενάντια στον εκφυλισμένο ανθρωπισμό και χριστιανισμό, έχει ως όπλο του τη μεγάλη ευρωπαϊκή παράδοση… που ξεκινά από τον πόλεμο του Ηράκλειτου και καταλήγει στο ζην επικινδύνως του Μουσολίνι». Ενώ η φασιστική λογοτεχνία πρέπει να κάνει να ακουστούν «όλα τα άσματα των καταπιεσμένων που ξεσηκώνονται, όλες τις οργισμένες κραυγές και όλα τα λόγια της απελπισίας» (J. Turlais). Έτσι ο φασισμός αναμειγνύει «το πάθος της Άκρας Δεξιάς με τις αξίες της Άκρας Αριστεράς». Γι’ αυτό ο Σαρτρ, ο κομμουνιστής φιλόσοφος ήρθε κοντά με τον «φασίζοντα κλέφτη» λόγω της «υπαρξιακής χειραφέτησης» του δεύτερου αλλά και γιατί είχαν κοινά τον «αριστοκρατισμό, την περιφρόνηση στους αστούς, την αίσθηση ότι είναι οι εκλεκτοί και πως είναι απόλυτα ελεύθεροι» (Ο Καμύ λαϊκής καταγωγής αντιτάχθηκε στην τρομοκρατία αυτής της αριστοκρατικής αριστεράς –λόγια αριστερά τη λένε στις ΗΠΑ- και στην «αντι-βία» της). Τελικά, το σημείο τομής φασιστικής δεξιάς και φασιστικής αριστεράς είναι «η αγάπη για τη βία», η κοινή απέχθεια για το αστικό κατεστημένο και ο φετιχισμός της δύναμης (Αλλά το ενδιαφέρον στο βιβλίο είναι η σύγκρουση των Σελίν, Ροσέλ κ.ά. και του Σαρτρ με «έπαθλο» τον Ζενέ)!
Σχόλια