Τρία βιβλία του Σωτήρη Δημητρίου

Ο Δημητρίου είναι πάντα δίβουλος «Στα ταξίδια μισός, ο άλλος μισός πίσω». Αιωρείται μεταξύ της πόλης και του χωριού. Με το δεύτερο να κερδίζει πάντα, όπως συμβαίνει με κάθε ξεριζωμένο. Γι’ αυτό η λογοτεχνική μετουσίωση που είναι αγκυρωμένη στη «μητρική γλώσσα», συνιστά πάντα μία επιστροφή. Γιατί πρώτα ριζώνεται ο χώρος με τους οικείους ήχους και τα χρώματα μέσα στο σώμα και ακολουθεί η εγγραφή του σώματος της ύπαρξης στον κόσμο μέσω μια συγκεκριμένης «θέασης» αλλά και στον Άλλο μέσω της ερωτικής πράξης. Ο αντικειμενικός χώρος που έχει εγγραφεί στο «σώμα» του Σωτήρη Δημητρίου είναι η τραγικότητα της Πόβλας. Γι’ αυτό ο νόστος της ρίζας, της μάνας-ρίζας, της χαμένης συλλογικότητας αλλά και το δράμα του συνόρου, της εγγύτητας με τον Άλλο, τον ανοίκειο, δεν είναι παρά η επιστροφή στο σώμα του, στην κομμένη ρίζα. ΣΑΝ ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟ ΝΕΡΟ Η τραγικότητα στο χωριό μοιράζονταν με την «δακρυρόεσσα φιλαλληλία» κι έτσι απαλύνονταν. Κυρίως όμως υπονομευόταν από την φυσικότητα των ανθρώπων και την πεποίθηση ότι στη φύση όλα πεθαίνουν και όλα αναγεννώνται. Αντίθετα, ο άνθρωπος της πόλης «καταπίνει», αφού η έκπληξη, το δέος, το αλαφροΐσκιωτο και κυρίως «η αποφόρτιση του διηγείσθαι» του χωριανικού πολιτισμού εξέλειπε. Γι’ αυτό στην πόλη η ψυχή παθαίνει κατάγματα από το βάρος. Το πρόσωπο χάνεται υπέρ του μαζικού ατόμου. Η ενότητα καθίσταται μόνο εξωτερική. Γι’ αυτό και η ανάγκη επιστροφής στη Μάνα-ρίζα. Εκ πρώτης όψεως στους άντρες φαίνεται να έχουμε τη λατρεία της θεάς Μάνας(που είναι ταυτόσημη με τη θυσία, το ολοκληρωτικό δόσιμο), ενώ στις γυναίκες (Μαργαρίτα Καραπάνου) έχουμε τη μάνα-χάρο! Στην πραγματικότητα, όμως, και στους άντρες έχουμε τη μάνα-δεσμώτη με τις αλυσίδες της αγάπης: «Με ανακούφιζε λίγο καθώς φανταζόμουν την, μόλις χαμογελαστή, συγκαταβατικότητά της, αν τυχόν μάθαινε τις σκέψεις μου. Βέβαια μάλλον έφταιγε κι αυτή για τον εγκλωβισμό στο πρόσωπό μου. Μερικές δε φορές αναλογιζόμουν πώς να μοιάζει η ζωή χωρίς αυτήν, με τις πάμπολλες επιλογές, την χαώδη ελευθερία, την αδιαφορία για την ύπαρξή μου. Φανταζόμουν το πρώτο ελεύθερο τσιγάρο μετά το θάνατό της και την απαλλαγή απ’ την μαθητική καθήλωση στις διακρίσεις», σημειώνει ο Σ.Δ.. Η απόπειρα απελευθέρωσης από τη μητρική αγάπη αποτυγχάνει ακόμη και μετά το θάνατό της. Γιατί τότε δεν παλεύεται. Γίνεται μια διηνεκής ενοχή: «Ήπρεπε να την είχαμε σαν το λίγο το νερό και την απαρατήσαμαν». Αλλά ας πάρουμε το νήμα της διήγησης από την αρχή. Ο αφηγητής είναι ένας φρεσκοπεθαμένος. Όταν πέθανε είχε μια περίεργη αίσθηση του σώματός του. Ένιωθε. Ένιωσε την ψυχή του (ροή πνοής) και τον έπιασε μια «αλυπία» χωρίς να χάσει τη συνείδηση της εν ζωή ζωής (σύνδεση με τη μετά θάνατο) και κυρίως τη μνήμη του. Τα καταχωνιασμένα, τα απωθημένα βγήκαν στο φως. Όλες οι θύμησες έπρεπε να αναδυθούν, να λουστούν στο λαμπρό φως, προϋπόθεση για τον αποχωρισμό της ψυχής από το σώμα, για τη συμφιλίωση με το θάνατο. Με το θάνατο τα φαντάσματα γίνονται ορατά. Και τότε καταλαβαίνει τις «αρχαϊκές κατευθυντήριες ζωής». Τις ανακαλύπτει μέσα στους μύθους και τους θρύλους, ή στις αφηγήσεις με την ασύγκριτα πλούσια «χωριανική» λαλιά που άκουγε μικρό παιδί. Τις «βλέπει» στο χωριανικό τρόπο ζωής που βίωσε ο ίδιος. Το συνειδητό και το ασυνείδητο (η λήθη και οι «προστατευτικές αμνησίες»), η επίσημη αλλά και η απόκρυφη βιο-ιστορία, αντί να πεθάνουν με το θάνατο, ανασταίνονται. Τα καταχωνιασμένα αναδύονται στην επιφάνεια, όπου συναντούν τα φανερά και συμφιλιώνονται. Η ψυχή του ιπτάμενου παρατηρητή βλέπει ό,τι έβλεπε και, κυρίως, ό,τι δεν έβλεπε εν ζωή. Βέβαια, επειδή η φαντασία είναι δομημένη όπως η γλώσσα, το φαντασιακό ξεδιπλώνεται μόνο εντός των ορίων των νόμων της. Τα όρια, όμως, αυτά διευρύνονται όταν προσφεύγουμε στην ποίηση και στις μεταφορές της ντοπιολαλιάς, όπως κάνει ο Δημητρίου. Είναι, άραγε, αντιδραστική η «επιστροφή» σ’ έναν τρόπο ζωής, σ’ έναν πολιτισμό που δεν υφίσταται πλέον; Υπό προϋποθέσεις όχι. Ο Δημητρίου επιστρέφει στο χωριό του, υμνώντας τη φυσικότητα των ανθρώπων του «χωριανικού πολιτισμού», τη στενή σχέση των ανθρώπων με τη φύση και τη φύση τους, που έκανε τα πάντα φυσικά, κυρίως το θάνατο. Αυτή η φυσικότητα δεν χάθηκε με το θάνατο του χωριανικού πολιτισμού, αλλά πολύ νωρίτερα, από την Αναγέννηση, όταν κάποιοι επινόησαν την αντίθεση του ανθρώπου με τη φύση (για να την ελέγξουμε), τότε που αποχωρίστηκε το πνεύμα από το σώμα(Κώστας Παπαϊωάννου). Ο αφηγητής επιστρέφει στη σαρμανίτσα του(κούνια), στην παιδική ηλικία, τότε που όλος ο κόσμος ήταν σκυμμένος πάνω του. Τότε που χτίστηκε η ναρκισσιστική τελειότητα της παιδικής ηλικίας και το ιδανικό Εγώ μέσα από την εξειδανικευμένη αγάπη της μάνας. Αυτού του τρομερού, τέλειου καθρέφτη. Επιστρέφει για να ανασυστήσει την κατακερματισμένη ολότητά του. Επιστρέφει για να συμφιλιωθεί. Γιατί εδώ κανένα παράπονο «δεν θα το φάει το χώμα», καθώς τα πάντα διέπονται από ένα πνεύμα που ζει παραδομένο στους κυκλώνες και τους ανέμους του κόσμου και του Κόσμου. Κι αν κάτι πάει στραβά, αν κάτι ξεφύγει υπάρχει πίσω μια ύστατη άμυνα, η Μάνα: «Μάστορα στην Ελλάδα είμαι χρόνια με την φαμίλια μου και ξέρει λεπτό προς λεπτό τι κάνω, πως τα πορεύω. Περσινού καιρού κάπου στριμώχτηκα άγρια και το μυρίστηκε. Δεν σε φτάνω μου λέει να σου δώκω χέρι. Μωρ’ ο Θεός τους τα λέει;» ΤΑ ΟΠΩΡΟΦΟΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ Από τη μάνα-ρίζα του «Σαν το λίγο το νερό», μεταβαίνουμε στα «οπωροφόρα της Αθήνας». Εδώ ο βαδιζομανής ξεριζωμένος αφηγητής-συγγραφέας αναζητά τους τόπους και τους θεσμούς της αστικής συλλογικότητας, γυρεύει την ανεύρετη αστική σμίξη, τη χαμένη επικοινωνία. Συγχρόνως προτείνει τη διαφανή λογοτεχνία, με φανέρωμα των παρασκηνίων και των κινήτρων του συγγραφέα, με λόγο απέριττο, περιεκτικό πλην αισθαντικό αλλά και με το «μορφικό ένδυμα του καιρού». Από το χωριανικό τρόπο ζωής, από τη χωριανική συλλογικότητα οδεύει στην αστική μοναχικότητα της ακόρεστης ατομικότητας. Από τον ποιητικό προφορικό λόγο της ιερής τελετουργίας του συλλογικού σώματος του χωριού(που είχαν ως τόπους και χρόνους τον τρύγο, τον ξέφλο, τον σπάρτο, το λίχνισμα, τα νυχτέρια), από μία γλώσσα γεμάτη παροιμίες, μεταφορές και παρομοιώσεις, δηλαδή ποίηση, στον αστικό, στεγνό, διεκπεραιωτικό και χωρίς ποιητικότητα λόγο της απρόσωπης μεγαλούπολης. «Φαίνεται πως όταν εγκαταλείπουμε την Φύση εγκαταταλείπουμε και τη γλώσσα. Τουλάχιστον την αντίστοιχη –εκ φύσεως- ποιητική φορεσιά της», σημειώνει ο Σ.Δ. Τότε «Γλώσσα και φύση προστάτευαν το κοινό ήθος, το κοινό πρόσωπο». Τότε «Η βαθύτατη συμπόνια στα παθήματα των συγχωριανών, άμεση και στολισμένη με δάκρυα» συμφιλίωνε με το θάνατο. «Οι πεθαμένοι ήταν κάθε στιγμή εκεί… Τα άτομα υπήρχαν εν ολότητι». Στην πόλη το πρόσωπο είναι αδέσποτο και χωρίς κύρος καθώς δεν είναι προστατευμένο από το οικείο κοινοτικό πρόσωπο. Γι’ αυτό κανείς δεν κοιτάζει κανέναν. Λες και υπάρχει ένα σύμφωνο μη οπτικής επαφής. Από τη χωριανική συλλογικότητα, λοιπόν, που ήταν ένας ολόκληρος τρόπος ζωής ταυτισμένος με τη φύση, οδηγούμαστε στην απουσία συλλογικών τόπων και τρόπων ή σε «κοινοτικές σμίξεις», που είναι καρικατούρες συλλογικότητας. Τέτοιες καρικατούρες είναι η βουλή του Ζαππείου, είναι το λεωφορείο(και η ακύρωση ή η δωροδοσία του εισιτηρίου) είναι προπάντων η λαϊκή αγορά και τα πανηγύρια του καλοκαιριού(έστω και ως αντιδομή). Στην πόλη «Η κοινή ζωή, η συλλογικότητα ιδίως, τελείται πλέον αφανώς στις επιμέρους ατομικές σκέψεις και στα συναισθήματα, που κοινοποιούνται μέσω της λογοτεχνίας…». Έχουμε λοιπόν μία λογοτεχνία που αποσκοπεί στην επανεύρεση του εαυτού, στην ανασύσταση του διαλυμένου ατομικού Εγώ λόγω της εξαφάνισης της συλλογικότητας! Αυτή, συνεπώς, είναι η χρησιμότητα της λογοτεχνίας, η ανασύσταση της χαμένης ενότητας των ανθρώπων (σ.σ. με τη φύση και τη φύση τους) με την «ποιητικότητα», που είναι «εκ φύσεως» όπως λέει και ο Σ.Δ. Γιατί ο άνθρωπος βγαλμένος πολύ πρόσφατα από τον κοινοτικό τρόπο ζωής βρέθηκε στην παντοκρατορία του ατομικισμού που είναι ακόρεστος. Πρακτικά αυτή η ανασύσταση του ανθρώπου και του προσώπου του θα γίνει αν εμβαθύνουμε στο ασήμαντο, αν γίνουμε flaneur(με το περιεχόμενο που δίνει στην έννοια ο Μπένγιαμιν), αν δούμε την πίσω πλευρά των πραγμάτων, αν φωτίσουμε από διαφορετικές οπτικές γωνίες τις ζωές, τα πρόσωπα, τα πράγματα και την επικοινωνία μας. Αν δούμε στα οπωροφόρα της Αθήνας, στις μούρες, στα τζίτζιφα, στα σύκα και στα μελίκοκα, εκτός από την αυτοτελή αξία χρήσης τους και την λογοτεχνική(μεταφορική) αξία χρίσης (από το χρίω) του συλλογικού ανθρώπου. Για τη δεύτερη χρειάζεται ο λογοτέχνης και οι λέξεις του. Για τις λέξεις και τη λεπτή χημική ουσία τους έχουν μιλήσει πολλοί. Αλλά για τη δομή και τον τρόπο που αυτή η χημική ουσία μπορεί να προκαλέσει εκρήξεις καθώς οι λέξεις πλέκονται με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, μας μιλά ο Σ.Δ. Γιατί ο Δ. βλέπει τη λογοτεχνία ως λαλιά, ως καθημερινή ζωντανή γλώσσα που θάλλει στα συνθήματα τοίχου, στα λόγια των ανθρώπων που «δεν έχουν υποστεί τη στοίχιση του σχολείου. Θάλλει στις εναπομείνασες γριές των χωριών». Να λοιπόν τι μας προσφέρει η λογοτεχνία, μία «Ζωή που αίρεται (σ.σ. Άρση) λίγο από το έδαφος, που μας αποσπά απ’ τα νύχια της ανευχαρίστητης ατομικότητάς μας». Αλλά ο ΣΔ είναι και μυστικά πολιτικός καθώς ανατέμνει την ισχύουσα ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΑΞΗ και την ανατρέπει. Αλλά τι είναι η Σ.Τ.; Είναι ο τρόπος που οι άνθρωποι μιλούν, χειρονομούν, περπατούν, τρώνε, αφοδεύουν(η ορθοκατούρω ), ντύνονται(η ιεραρχία στα νοσοκομεία με βάση τις στολές αλλά και το ΒΛΕΜΜΑ-«η πιο επίφοβη στολή»), κοιμούνται(οι Μασάι όρθιοι), κάθονται(η οκλαδόν ανθρωπότητα), ερωτεύονται, αλληλοεξουσιάζονται(«Έχει ο αφέντης μας αφέντη και η κυρά μας άλλον άντρα»). Η Σ.Τ. είναι η πολιτιστική διαδικασία μέσω της οποίας γίνεται η ενσωμάτωση των κοινωνικών περιορισμών και κανόνων από ένα άτομο δίκην συνήθειας, έτσι ώστε να φαίνεται ότι οι κανόνες και οι απαγορεύσεις είναι φυσικοί και όχι καταναγκαστικοί. Η αιδώς, φερ’ ειπείν, που συγκρατεί τη γυναίκα μέσα στο σπίτι ή την κάνει να ντύνεται μ’ έναν ορισμένο τρόπο, υπάγονται σ’ ένα σύστημα απαγορεύσεων και έχουν μία ιστορία. Έτσι, τα επινοημένα προϊόντα του πολιτισμού επιβάλλονται και εσωτερικεύονται με τέτοιο τρόπο που να τα αισθανόμαστε ως φυσικά. Και αφού τα αισθανόμαστε ως φυσικά και τα συναισθήματα που προκαλούνται δημιουργούν ένα κοινό πεδίο ευαισθησίας, ένα κοινό τόπο συναισθηματικής συναίνεσης, αφού κλαίμε και γελάμε με τα ίδια πράγματα(σ.σ. αν ο Μεσαίωνας έκλαιγε σύμφωνα με τον Γιόχαν Χουιζίνγκα-«στυφή γεύση της ζωής»-, σήμερα γελάμε με τα ίδια πράγματα αλλά δεν ξέρουμε ούτε γιατί γελάμε ούτε γιατί έχουμε πάψει να σκεφτόμαστε-Ν. Πόστμαν: Διασκέδαση μέχρι θανάτου, βλακώδης γεύση της ζωής). Γιατί μας ενδιαφέρει, τώρα, εμάς αυτή η «πολιτιστική διαδικασία»; Γιατί έχει σχέση με την «έξη», με την καθημερινότητα, με τον τρόπο που «βλέπει» τα πράγματα και βιώνει τις καταστάσεις ο άνθρωπος. Προπάντων, γιατί κάθε πολιτική ανατροπή αν δεν συνοδεύεται από μία διαφορετική πολιτιστική διαδικασία, από μία πολιτιστική ανατροπή, μία μεγάλη αλλαγή στην καθημερινότητα, στον τρόπο που βλέπει, αισθάνεται και συναισθάνεται το κάθε άτομο την κάθε στιγμή, την κάθε σχέση του με τους άλλους, τότε η ανατροπή δεν θα έχει διάρκεια. Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΞΕΡΟΧΟΡΤΟΥ Γι’ αυτό ο Σ.Δ. προτείνει μια νέα ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΑΞΗ. Αυτή των φυσικών ανθρώπων των νησιών της δικής τους ουτοπίας. Όλα εδώ αλλάζουν. Το τι και το πως έτρωγαν, τι ρούχα και πως τα φορούσαν(όλο το έχει τους χωρούσε σ’ ένα σακ βουαγιάζ και ήταν ανακυκλώσιμο-λίπασμα), τι τραγούδια έπαιζαν, πόσο και πως πονούσαν, πως ερωτεύονταν, πως κοιμούνταν, πως διαχειρίζονταν τους ήχους του σώματός τους, η σχέση με την εικόνα τους σχεδόν καμία(«αμεριμνοσύνη», χωρίς τάση επιδείξεως και σύνδεσης ονόματος με καλλιτεχνική δημιουργία, περιορισμός στη χαρά της δημιουργίας, χωρίς βραβεία και φιλοδοξίες, χωρίς ξενιστές στο χώρο της λογοτεχνίας), το πώς περπατούν(να μονολογούν ή να τραγουδούν στεντορείως-«κανονικότης με την ιδιορρυθμία συνέκλιναν-σ.σ. δες την «τρέλα» των ποιητών του Πλάτωνα, ή το διάλογο «τρέλας» και κοινωνίας στον Μ. Φουκώ). Ακόμη και τα ονόματα στην πολιτεία των «φυσικών ανθρώπων» ήταν συνυφασμένα με τη φύση: Δαμασκηνιά, τριαντάφυλλος, βροχούλα, δειλινός, χελιδρονιά «ανάλογα με τη φύση και την κλίση του κάθε παιδιού» καθώς και την προτίμησή του. Έτσι αποκαλούνταν «κολοκύθας» όχι αυτός που έλεγε βλακείες αλλά αυτός στον οποίον άρεσαν τα τηγανητά κολοκύθια. Ομοίως ονόμαζαν τον «κουκου-ναρο-πασατεμπο-μελο-ηλιοσπορος». Τα ονόματα άλλαζαν, δεν ήταν δεσμευτικά δια βίου. Παρεμπιπτόντως, στα «οπωροφόρα» ο ΣΔ μιλά για τους «σωτήρες» που θέλουν να μας σώσουν στο όνομα του παρελθόντος κι εκείνους που θέλουν να μας σώσουν στο όνομα του μέλλοντος. Αυτός προτιμά τους «κεντρώους»(όπως ο Αυ. Κοντ!) και τους ανθρώπους των νησιών, που ζουν χωρίς σωτήρες, χωρίς σχεδιασμένη επέμβαση στις ζωές, χωρίς συμβουλές αλλά και με ταύτιση της χαράς και της μαθήσεως στα σχολεία. Η γνώση θεωρείται παιγνίδι με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Τα παιδιά αφήνονται ελεύθερα στους παιδισμούς, έχοντας δικούς τους λεκτικούς κώδικες, αλλά πρόσκαιρα γιατί «Δεν ήταν περιχαρακωμένοι οι κόσμοι παιδιών και ενηλίκων»(σ.σ. όχι ενηλικιώσεις-εξουσίες-πατροκτονίες. ΜΟΝΟ «παιδική ωριμότητα»). Τα παιδιά πραγμάτωναν τη φαντασία τους και οι ενήλικες την παιδικότητά τους μέσα στις «δημόσιες χαρές ενηλίκων». Ένα από τα αγαπημένα παιγνίδια τους το «κυλιστήριο ή κωλοτουμπιστήριο»). «Αντικατάσταση της οικογένειας με ευρύτερες ομάδες συμβιώσεως. Μια συνοικία πόλεως ή ένα χωριό ήταν πια μια οικογένεια»(σ.σ. αντίστροφη κίνηση από αυτή της συρρίκνωσης στην πυρηνική οικογένεια). Οι φυσικές μητέρες παρέδιδαν τους γόνους στην ευρεία οικογένεια όπου αναλάμβαναν οι κοινωνικές μητέρες που στόχευαν στη σωματική και ψυχική ανεξαρτητοποίηση των νέων ανθρώπων. Η κοινωνική αδελφοσύνη προέκυπτε πρακτικά και για τους ασθενείς και τους υπερήλικες(σ.σ. θεσμικά και όχι περιπτωσιολογικά ή σαν εκδήλωση αλληλεγγύης και πολύ χειρότερα φιλανθρωπίας, που λίγο απέχει από τη φιλοζωία. Εδώ η ΜΕΡΙΜΝΑ είναι για τους άλλους). Η ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ ήταν μέσα στο πρόγραμμα και γινόταν με τη βοήθεια της κοινότητας. Η αποχώρηση από τη ζωή δεν ήταν αγωνιώδης καθώς ο άνθρωπος έπαψε να είναι το κέντρο του παντός και υπήρχε ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΡΜΟΝΙΑ από την κατάργηση της πυρηνικής οικογένειας, καθώς το «μόνιμο μητρικό βλέμμα» έπαψε να λειτουργεί σαν ο τέλειος καθρέφτης που υπερέθρεπτε τους υπερεγωτισμούς και τους ναρκισσισμούς. Τα παιδιά καθρεφτίζονταν στα νηφάλια βλέμματα των κοινωνικών μανάδων. Έτσι, όσο μίκραινε ο χώρος του Εγώ, μεγάλωνε ο χώρος για τον Άλλο(σ.σ. ο έρωτας έχει ως προϋπόθεση την κένωση από το Εγώ-άρα είναι όρος για τα ερωτικά άτομα). Όχι τόσο το πάθος όσο η ΦΙΛΙΑ, ο ΣΥΜΜΕΡΙΣΜΟΣ και η ΣΥΜΠΟΝΙΑ ήταν οι βάσεις των ενήλικων ζευγαρωμάτων. «Η συμπόνια ήταν η υπέρτατη μορφή ψυχικής ενώσεως». Ο ΣΔ κάνει τη διάκριση της «βίας της αγάπης», όταν πρόκειται για εκείνη την «επίμονη αγάπη χωρίς ανταπόδοση». Η εκπαίδευση στη «φλανερί» γίνεται με το εξάμηνο των ΑΣΚΟΠΩΝ, οι οποίοι «Γύριζαν εδώ κι εκεί. έπαιζαν, συζητούσαν, κολυμπούσαν». Το μόνο βραβείο στο σχολείο, αυτό της ΤΕΜΠΕΛΙΑΣ, σήμαινε τη δια βίου ένταξη στους «άσκοπους. Στα νησιά των φυσικών ανθρώπων εξέλειπε ο θεσμός του γάμου και η γέννα ήταν μία «φυσική ροή» στη ζωή. Αλλά τι σημαίνει φυσικός άνθρωπος; Να μη πληγώνουμε τη Φύση. Μαζεύουμε ένα ένα τα καρύδια και δεν ραβδίζουμε(πληγώνουμε) την καρυδιά. Η Φύση είναι ζωντανή. Η διατροφή είναι φυσική(ΣΔ «ο καλύτερος μάγειρας είναι η φύση»). Οι άνθρωποι είναι κυρίως «γεωργοί». «Είμαι περήφανος (λέει ο αστρονόμος) για την χώρα μας(σ.σ. όχι τη δική μας που καίμε αλλά των νησιών) γιατί τείνουμε στους σοφούς ρυθμούς του σύμπαντος». Η απάντηση στο ερώτημα «τι είμαστε δεν υπάρχει» Γι’ αυτό γίνομαι άσκοπος(σ.σ. φυσικός). Η αίσθηση της μηδαμινότητας οδήγησε τους ανθρώπους στο «ανώτερο στάδιο της ξεγνοιασιάς» στη «χωρίς λόγο χαρά»! Να ζούμε «ως εική», ταυτισμένοι με τη φύση και τη φύση μας, δηλαδή γαληνεμένοι, εν αρμονία(σ.σ. αυτή είναι η εντοπία που κάποιοι συγχέουν με την εντοπιότητα). Τελικά, ποιο είναι το ξερόχορτο που σιωπά; Αυτό που κρύβει εν εαυτώ το μυστικό της δημιουργίας; Αυτό που κινεί τον άνεμο της Ιστορίας των Ανθρώπων; Είναι το ταπεινό γαϊδουράγκαθο, σύμβολο ποιητικό της σιωπής της Φύσης, που κρατά καλά κρυμμένο το «μικρό»(όχι μεγάλο που να μας πλακώνει ο φόβος του) μυστικό της ζωής και της δημιουργίας(σ.σ. Γιατί το κέντρο του κόσμου να είναι ο άνθρωπος και όχι η λευκότητα μίας μαργαρίτας έλεγε ο Ταρκόφσκι). Το γαϊδουράγκαθο, λοιπόν, είναι απείρως πολυπλοκότερο από τις μεγαλύτερες εφευρέσεις, τροφοδοτώντας το ερώτημα περί της υπάρξεως του δημιουργού, δηλαδή του θεού. Ενός θεού που δεν εμπνέει φόβο στον άνθρωπο, μια πίστη χωρίς τυπικό, απλώς ένα άνοιγμα, μία γέφυρα του Ενός με το Παν, του ανθρώπου με το σύμπαν. Αλλά τι είναι το σύμπαν; Το παν του παντός; Και τι γίνεται εκεί έξω; Όλα εκεί «κινούνται και μεταλλάσσονται με απίστευτη βραδύτητα(σ.σ. σωματίδιο του θεού-φρένο) αλλά και με τρομερή ταχύτητα…». Τελικά, όμως, αν το ηλιακό μας σύστημα είναι μία σκονίτσα στο ποδαράκι ενός μυρμηγκιού, «εμείς τι είμαστε;». Άγνωστο. Γι’ αυτό ας ζήσουμε «έτσι, χωρίς κανένα λόγο»(Ο. Ελύτης), φυσικοί μέσα στη χαώδη τυχαιότητα, δηλαδή ποιητικοί. ΕΠΙΛΟΓΟΣ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Εκτός από την Πόβλα ως ρίζα, η Πόβλα ως σύνορο έπαιξε σημαντικό ρόλο στη συγγραφική δημιουργία του ΣΔ. Γιατί; Γιατί τα εδαφικά σύνορα είναι και σύνορα με την ετερότητα, με τον Άλλο, τον ανοίκειο, που θα γίνει ή δεν θα γίνει οικείος, γιατί η κοινότητα και η συλλογικότητα σχηματίζεται επί τη βάση ενός συγκεκριμένου χώρου και χρόνου(«ταμείο της μνήμης»), ενός συγκεκριμένου συνδυασμού των διαπλεκομένων φυσικών και πολιτισμικών συστατικών. Εδώ τίθεται το ερώτημα της «οικείωσης» του ανοίκειου, της άρσης της ετερότητας, που βρίσκεται εκτός της μεθοριακής γραμμής, όταν τα σύνορα αλλάζουν. «Το σύνορο, πέρα από τα άλλα, γίνεται η υλική έκφανση της φαντασιακής κοινότητας του έθνους»(δες Μπ. Άντερσον, φαντασιακές κοινότητες). Εδώ το Εγώ ξαναβρίσκει αυτό που έχασε μέσα από τα καθολικά και προτεσταντικά δάνεια της νεωτερικής ατομικότητας, ενός υπετροφικού κυνικού Εγώ. Ξαναβρίσκει την «κένωση» του Εγώ, που οδηγεί στο Εμείς, στον έρωτα, στην αλληλεγγύη, στην ανθρωπιά. Εντέλει, ο ΣΔ μας παρέχει τη μελέτη της ελληνικής κοινωνίας καταδυόμενος στη συνείδησή της και στην ιστορική της εξέλιξη. Φτάνει στην καταγωγή και στη βαθύτερη φύση του Έλληνα ανθρώπου. Όλες οι μεγάλες ‘’εικόνες’’ , αυτή του ανθρώπου-μικρόκοσμου, αυτή του καθρέπτη, αυτή της πόλης και των μυστικών επικοινωνιακών διαύλων της, αυτή της κοινωνίας-σώμα οργανικό, μακάβριος χορός, αλλά και οι συμβολικές αναπαραστάσεις της κοινωνικής ιεραρχίας, ρούχα, βλέμμα, τα συμβολικά αντικείμενα της εξουσίας, τελετουργίες χρίσης μέσω της «κλοπής»-καλοσκαιρίσματος των οπώρων, όλο αυτό το μεγάλο corpus εικόνων επανεμφανίζει σε εξωτερικά σημάδια τις βαθιές εικόνες, λιγότερο ή περισσότερο περίπλοκες, ανάλογα με την κοινωνική κατάσταση και το πολιτιστικό επίπεδο του νοητικού σύμπαντος των ανδρών και των γυναικών της ελληνικής κοινωνίας, όλα βρίσκονται εδώ, στο έργο του ΣΔ. Εντάσσοντας ο ΣΔ την ιστορία του φαντασιακού στο χώρο και το χρόνο μας δίνει τους χώρους του χωριού, των χωραφιών, των κήπων, των δρόμων, της πόλης, ως πλαίσιο «ταυτόχρονα γεωγραφικό και φαντασιακό» των ανδρών και των γυναικών όπου είναι εγγεγραμμένοι φόβοι, επιθυμίες, όνειρα, θρύλοι. Ο «χωριανικός» τρόπος ζωής του Σωτήρη Δημητρίου, οι εικόνες, οι μύθοι, οι χώροι και οι χρόνοι τους, βρίσκονται σε αντίστοιξη με αυτούς στην πόλη (αυτή τη χαοτική, άρρυθμη, άχρονη «συγκέντρωση», που είναι πλέον η Αθήνα, μια πόλη άπολις, που δεν αντέχεται). Γι’ αυτό ο ΣΔ φεύγει και ιδρύει μια νέα πόλη, όπου το σώμα και η ψυχή, τα όνειρα και η πραγματικότητα, ο φόβος και η σαγήνη, το εφήμερο και το πνευματικό, όλα τα δίπολα επαναπροσδιορίζονται. Ο Δ. αναφέρεται στην επικοινωνία, στην αλληλεγγύη, στην ανιδιοτέλεια, στη λεβέντικη προσφορά, στο δώρο-γενναιοδωρία, αναφέρεται διακριτικά σ’ έναν κόσμο της ανθρωπιάς, της συμπόνιας, του συμπάσχειν και του συγχαίρειν, σε ό,τι δηλαδή ελλείπει σήμερα. Αναφέρεται στις γιορτές(όπου θυσιάζονταν το περίσσιο κι έτσι αποφεύγονταν η βία της συσσώρευσης), στις τελετουργίες του ανταμώματος, της επικοινωνίας έξω από το σπίτι, από τον προσωπικό εαυτό, μέσα στον κόσμο και με τον κόσμο. Υπ’ αυτή την οπτική η παράδοση μπορεί να περικλείει και στοιχεία που πρέπει να επανεύρουμε, ενοφθαλμίζοντάς τα στη σημερινή ανθρώπινη συνθήκη, που είναι άθλια. Οι επιστροφές συνεπώς είναι αναγκαίες μπροστά στα αδιέξοδα, είναι αναγκαίες για να ξαναδούμε ότι δεν προσέξαμε αρκούντως και το χάσαμε, ό,τι με άλλα λόγια «ηττήθηκε», αλλά που διιστορικά μπορεί να νικήσει. Μιλούμε συνεπώς για μία αναστοχαστική, κριτική παράδοση και όχι για έθιμα που γίνονται αποδεκτά παθητικά και μεταδίδονται παθητικά, δηλαδή ασυνείδητα μέσω της «μη αναστοχαστικής μίμησης». Αντίθετα, μία δημιουργική αναστοχαστική μίμηση μπορεί να εντάξει την παράδοση και τις αξίες της στη σημερινή ζωή καλύπτοντας τα σημερινά κενά επικοινωνίας και την κενότητα μιας άδειας από νόημα ζωής. Αυτή η ένταξη μπορεί να γίνει μέσω της λογοτεχνίας προτείνει ο ΣΔ. Αυτή η λογοτεχνία, αυτή η ποιητική γλώσσα μπορεί λειτουργήσει ως αντιεντροπική δύναμη, να ανατρέψει την ισχύουσα συμβολική τάξη και να επιφέρει την αρμονία, δημιουργώντας τη νέα κοινωνικότητα, τη νέα συλλογικότητα, που θάλλει στις οπωροφόρες λέξεις και στην ποιητικότητα των δρόμων, όπου κατοικούν εξόριστοι οι νέοι και ο νέος λόγος.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το κινούν αίτιο και οι... τεχνοκράτες

Naomi Klein Τεχνητή νοημοσύνη, η μεγαλύτερη ληστεία στην ιστορία

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Μάριος Χάκκας: Δε θέλω χρόνο, ζωή θέλω…