Αναστοχασμός
Εάν κάποιος ισχυριζόταν ότι οι Έλληνες δεν ήταν σκλάβοι τω Οθωμανών αλλά συμμετείχαν στη δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα προκαλούσε έκπληξη και ορυμαγδό. Μήπως όμως ήρθε η ώρα να δούμε και να αναστοχαστούμε την πραγματική μας ιστορία χωρίς τις φαλκιδεύσεις που επέβαλε η ανάγκη διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας ενός νεοσύστατου κράτους; Μήπως μια νέα ανάγνωση της ιστορίας θα μας επιτρέψει να ξανασκεφτούμε και να εξηγήσουμε ό,τι συνέβη και ό,τι μας συμβαίνει ακόμη και σήμερα; Μια τέτοια προσπάθεια έκανε ο Δημοσθένης Κούρτοβικ με το τελευταίο του μυθιστόρημα(Τι ζητούν οι βάρβαροι;), όπου αναδεικνύονται οι στρεβλώσεις ενός πραγματικού γεγονότος από τις εμπλεκόμενες βαλκανικές χώρες, αποδεικνύοντας ότι τα ιστορικά «ψεύδη» ήταν αναγκαία για τη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης στα νέα έθνη-κράτη. Στη συνέχεια είδαμε τη μελέτη της Κατερίνας Μυστακίδου, όπου με εμπεριστατωμένο και προσεκτικό τρόπο καταδεικνύεται ότι οι Έλληνες δεν ήταν και τόσο «σκλάβοι» (μία τουλάχιστον μεγάλη μερίδα εξ αυτών) και πως η διαμόρφωση των βαλκανικών κρατών δεν ήταν παρά η διάσπαση του Ορθόδοξου Μιλέτ (το δεύτερο ισχυρότερο από τα έξι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). Σήμερα, θα δούμε μία άλλη λογοτεχνική προσέγγιση, ένα ιστορικό μυθιστόρημα, αυτό του Γιάννη Καλπούζου, που βασίζεται ακριβώς στην ίδια άποψη, ότι δηλαδή Έλληνες και Τούρκοι διακρίνονταν μεταξύ τους όχι τόσο από την εθνοτική τους ταυτότητα(ανήκαν όλοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) ή από τη σχέση κατοχής, δηλαδή μεταξύ επικυρίαρχων και σκλάβων, αλλά από την οικονομική τους ισχύ και την ταξική τους θέση στην Οθωμανική κοινωνία. Ασφαλώς, ένα μυθιστόρημα, γενικά η μυθοπλασία δεν εγείρει απαιτήσεις υψηλής επιστημονικής εγκυρότητας και ακρίβειας, όμως είναι γεγονός ότι για πρώτη φορά φαίνεται ότι αρχίζουμε να αναστοχαζόμαστε την ιστορία μας, όντας πια απελευθερωμένοι από τις προκαταλήψεις και τις ιδεολογικές «άμυνες» που υπό άλλες συνθήκες θα υπονόμευαν την εθνική μας υπόσταση. Αυτό συμβαίνει γιατί πλέον δεν αισθανόμαστε τόσο ευάλωτοι όσο παλαιότερες εποχές. Και τούτο παρά το γεγονός ότι και σήμερα εγείρονται αξιώσεις σε βάρος της Ελλάδας με ιστορικές αιτιολογήσεις. Το μυθιστόρημα του Καλπούζου, του οποίου η δράση εκτυλίσσεται στην περιοχή και την πόλη της Άρτας, έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί η περιοχή αυτή μαζί με τη Θεσσαλία περιήλθαν μετά την απελευθέρωσή τους το 1881 σε Έλληνες που ανήκαν στην άρχουσα τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στον έμπορο, τραπεζίτη και προμηθευτή του οθωμανικού στρατού Χρηστάκη εφέντη Ζωγράφο και το γαμπρό του, ακόλουθο της πρεσβείας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο Παρίσι, χρηματιστή, τραπεζίτη, αρχαιολόγο (ανασκαφή Δωδώνης με τον μηχανικό Μινέικο), τσιφλικά και υπουργό Κωνσταντίνο Καραπάνο! Ο Καλπούζος δεν ασχολείται με αυτά ειμή περιφερειακά. Περισσότερο τον ενδιαφέρει η σχέση των δύο εθνοτήτων (Ελλήνων και Τούρκων) στην καθημερινή τους ζωή, που καθορίζεται κυρίως από τη θρησκευτική τους ένταξη και η άγνωστη ιστορία της πόλης(κυριολεκτικά μια «μαύρη τρύπα» της ιστορίας). Ο Καλπούζος δεν απασχολείται με το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, όπως η μεγάλη μεταρρύθμιση του Τανζιμάτ(το Χάτι Χουμαγιούν πάντως αναφέρεται στη σ. 184) και τις ποικίλες συνέπειές της. Παρόλα αυτά η προσέγγιση πέρα από το εύρος των καταγραφών είναι τολμηρή και παραπέμπει σε αυτό που τονίσαμε πιο πάνω, δηλαδή στην ανάγκη αναστοχασμού της οθωμανικής μας ιστορίας που μένει «άγραφτη» ή μάλλον διαγραμμένη από τον γενικό αφορισμό της «σκλαβιάς». Με άλλα λόγια, οι Έλληνες ήταν σκλάβοι στους Οθωμανούς (λάθος η ταύτιση Οθωμανών και Τούρκων) πολύ λιγότερο απ’ ό,τι ήταν σκλάβοι οι Έλληνες κολίγοι στους επίσης Έλληνες τσιφλικάδες(μέλη της άρχουσας τάξης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας)! Δεν είναι τυχαίο ότι κάτοικοι της Άρτας θέλησαν να υπαχθούν ξανά υπό την οθωμανική κατοχή μετά την απελευθέρωσή τους! Γιατί όπως σημειώνει η Κατερίνα Μυστακίδου οι Έλληνες δεν ήταν όλοι δούλοι των Οθωμανών. Αντιθέτως, μία μεγάλη μερίδα τους όπως οι Φαναριώτες και άλλοι αστοί ήταν μέρος του κατεστημένου της Υψηλής Πύλης. Πιο συγκεκριμένα, «η σχέση Ελλήνων ορθοδόξων και Οθωμανών μουσουλμάνων ήταν αμφίδρομη, αμφίσημη και σαφώς διαφορετική για τους Φαναριώτες απ’ ό,τι για τους Έλληνες υπηκόους της Υψηλής Πύλης –Κωνσταντινουπολίτες, Μικρασιάτες, Πόντιους- και τους Ελλαδίτες». Με άλλα λόγια, υπήρχε μία κοινωνική, οικονομική (και πολιτική) διαστρωμάτωση στο εσωτερικό των διαφόρων «μιλλέτ» και κάθε στρώμα είχε σχέση εξουσίας ή υποτέλειας με το θρησκευτικά ομόλογό του. Η συνύπαρξη των διαφόρων «μιλλέτ» ήταν ειρηνική και το «Ορθόδοξο Ρουμ Μιλλέτ-ι» ήταν το δεύτερο πιο πολυάριθμο από το μουσουλμανικό. Αυτό διήρκεσε μέχρι την έναρξη της παρακμής της θεοκρατικής αυτής αυτοκρατορίας, όταν ανεφύει το Ανατολικό Ζήτημα, που δεν ήταν παρά ο τρόπος μοιρασιάς της από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τη Ρωσία. Τότε η Δύση για τους δικούς της λόγους διαχώρισε την Αυτοκρατορία σε δύο αντιθετικούς πόλους, τους Χριστιανούς και τους Μουσουλμάνους. Απ’ αυτό το σημείο εκκινεί το μυθιστόρημα του Καλπούζου «Ιμαρέτ. Στη σκιά του ρολογιού» (Μεταίχμιο), επιχειρώντας να αναδείξει τις συγκρούσεις, οι οποίες δεν προκύπτουν από το εσωτερικό, δεν είναι δηλαδή κοινωνικές, αλλά επιβάλλονται έξωθεν. Οι κάτοικοι, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, με σχέσεις γειτονίας, αδελφοποιτής φιλίας, έρωτα ακόμη και σχέσεις αίματος(εξισλαμισμένος σύζυγος, χριστιανή σύζυγος), αδυνατούν να ενσωματώσουν τις επιβαλλόμενες αντιθέσεις. Όπως δείχνει ο Καλπούζος μόνο οι εξαιρέσεις εσωτερικεύουν τις νέες αντιθέσεις(Ντογάν). Μάλιστα, ο παππούς Ισμαήλ λέει στον εγγονό του, τον φανατικό Ντογάν, «Εμείς είμαστε Οσμανλήδες, Οθωμανοί, Τούρκοι είναι οι άξεστοι, οι αγράμματοι, οι χωριάτες… Τούρκος είσαι κι εσύ»; Πριν «λέγαμε ότι πατρίδα μας είναι μια αιώνια χώρα, το Τουράν. Οθωμανική Αυτοκρατορία ξέραμε, κι όχι Τουρκία» συνεχίζει ο παππούς Ισμαήλ(σελ. 52). Αν ο Καλπούζος έδειχνε ότι και οι Έλληνες ένιωθαν το ίδιο, τότε η αφήγησή του θα ήταν ολοκληρωμένη και ιστορικά ακριβής.
Σύμφωνα με την Κατερίνα Μυστακίδου («Ένδοξη δουλεία), ακόμη και το 1867 οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης θεωρούσαν και την αυτοκρατορία πατρίδα τους («αγαπώντες δε την εαυτών πατρίδα, δεν δύνανται βεβαίως να μην αγαπώσι την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν, διότι αυτή είναι η πατρίδα των»)! Ο «οθωμανικός ζυγός» θεωρείται πλέον τέτοιος και οι χριστιανικοί πληθυσμοί «υπόδουλοι» από τη στιγμή που η Ρωσία και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις προώθησαν τη διάλυση της φθίνουσας αυτοκρατορίας θεωρώντας τους χριστιανούς μέρος της Δύσης (της «προσιτής Ανατολής») και τους μουσουλμάνους, μέρος της απρόσιτης και εχθρικής Ανατολής. Εν άλλοις λόγοις έχουμε την πρόκληση ενός θρησκευτικού πολέμου, που καλλιεργήθηκε από του δυτικούς και στον οποίο βασίσθηκε η δημιουργία των εθνικών χαρακτηριστικών των βαλκανικών χωρών. Δεν είναι τυχαία η άμεση ανεξαρτητοποίηση της Εκκλησίας της Ελλάδας (Αυτοκέφαλη) από το Πατριαρχείο που θεωρούνταν οθωμανικός θεσμός. Αλλά και ο διαχωρισμός των βαλκανικών λαών με βάση τη θρησκεία και τη γλώσσα που είναι αμιγώς οθωμανικοί διαχωρισμοί.
Αυτές οι διαφοροποιήσεις αφήνουν στον σκοτάδι τις διακρίσεις μεταξύ των Ελλήνων της οθωμανικής «άρχουσας τάξης»(Φαναριωτών) και των «ταλαιπωρημένων μέσων Ελλαδιτών» καθώς και των λοιπών Οθωμανών που δεν είχαν οικονομική ή διοικητική ισχύ.
Την εποχή που κινείται το μυθιστόρημα του Καλπούζου συντελούνται οι κοσμογονικές αλλαγές λόγω της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αξία του έργου έγκειται στην επώδυνη οικείωση από τους Οθωμανούς (Ελλαδίτες χριστιανούς και Ελλαδίτες μουσουλμάνους) των ιστορικών αναπροσαρμογών, που αποφασίστηκαν στη Δύση και είχαν ως όχημά τους άλλοτε τους Ελλαδίτες επαναστάτες και άλλοτε(αργότερα) τους Φαναριώτες καθώς και τον περίφημο ελληνικό Διαφωτισμό. Ο Δαμιανός Μέγης το 1864 (σελ. 99) είναι ο πνευματικός ταγός, αυτός που θα ταυτίσει τους Οθωμανούς με του Τούρκους και θα επιχειρήσει να αποδείξει τη συνέχεια της φυλής με ένα άλμα προς το αρχαίο και βυζαντινό παρελθόν. Εξάλλου, η Μεγάλη Ιδέα είναι αυτή που θα συνέχει όλους τους Οθωμανούς Έλληνες (Φαναριώτες, αστούς Μ. Ασίας και Ελλαδίτες). Εδώ, παραδόξως και σε αντίφαση με την αφήγηση του παππού Ισμαήλ, η ιστορία αρχίζει να αποκτά τις αναγκαίες επινοήσεις για τη διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Όμως, ο Καλπούζος χωρίς την αναγκαία ιστορική εμβάθυνση καταλήγει στο σωστό συμπέρασμα με βάση το Ρήγα(«Να σφάξωμεν τους λύκους που στον ζυγό βαστούν/ και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν»). Μόνο που η θέση αυτή εξέφραζε και τους Φαναριώτες που ήθελαν την αλλαγή εκ των έσω, δηλαδή μία Ορθόδοξη Αυτοκρατορία αντί της Οθωμανικής. Τελικά, το ρολόι της Άρτας προσαρμόστηκε στον ευρωπαϊκό χρόνο. Ο χρόνος της Ανατολής, ένας ολόκληρος πολιτισμός απωθήθηκε, δαιμονοποιημένος. Κι έτσι μείναμε μισοί, με τη γλώσσα κάποτε να θυμίζει το παρελθόν και να αναρριπίζει τη μνήμη. Γενικά, το μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου έχει ιστορικό ενδιαφέρον λόγω της τόλμης του να ψηλαφίσει τα εθνικά ταμπού, λογοτεχνικά όμως πάσχει από «οικονομία» καθώς το άγχος να περιληφθούν όσο γίνεται περισσότερα ιστορικά στοιχεία(κάποια, όπως πολλές χρονολογίες, αμφισβητήσιμα) το καθιστούν ενίοτε «φλύαρο» και σε βάρος της δομής. Είναι παρ’ όλα αυτά ένα αξιοδιάβαστο βιβλίο.
Σύμφωνα με την Κατερίνα Μυστακίδου («Ένδοξη δουλεία), ακόμη και το 1867 οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης θεωρούσαν και την αυτοκρατορία πατρίδα τους («αγαπώντες δε την εαυτών πατρίδα, δεν δύνανται βεβαίως να μην αγαπώσι την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν, διότι αυτή είναι η πατρίδα των»)! Ο «οθωμανικός ζυγός» θεωρείται πλέον τέτοιος και οι χριστιανικοί πληθυσμοί «υπόδουλοι» από τη στιγμή που η Ρωσία και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις προώθησαν τη διάλυση της φθίνουσας αυτοκρατορίας θεωρώντας τους χριστιανούς μέρος της Δύσης (της «προσιτής Ανατολής») και τους μουσουλμάνους, μέρος της απρόσιτης και εχθρικής Ανατολής. Εν άλλοις λόγοις έχουμε την πρόκληση ενός θρησκευτικού πολέμου, που καλλιεργήθηκε από του δυτικούς και στον οποίο βασίσθηκε η δημιουργία των εθνικών χαρακτηριστικών των βαλκανικών χωρών. Δεν είναι τυχαία η άμεση ανεξαρτητοποίηση της Εκκλησίας της Ελλάδας (Αυτοκέφαλη) από το Πατριαρχείο που θεωρούνταν οθωμανικός θεσμός. Αλλά και ο διαχωρισμός των βαλκανικών λαών με βάση τη θρησκεία και τη γλώσσα που είναι αμιγώς οθωμανικοί διαχωρισμοί.
Αυτές οι διαφοροποιήσεις αφήνουν στον σκοτάδι τις διακρίσεις μεταξύ των Ελλήνων της οθωμανικής «άρχουσας τάξης»(Φαναριωτών) και των «ταλαιπωρημένων μέσων Ελλαδιτών» καθώς και των λοιπών Οθωμανών που δεν είχαν οικονομική ή διοικητική ισχύ.
Την εποχή που κινείται το μυθιστόρημα του Καλπούζου συντελούνται οι κοσμογονικές αλλαγές λόγω της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αξία του έργου έγκειται στην επώδυνη οικείωση από τους Οθωμανούς (Ελλαδίτες χριστιανούς και Ελλαδίτες μουσουλμάνους) των ιστορικών αναπροσαρμογών, που αποφασίστηκαν στη Δύση και είχαν ως όχημά τους άλλοτε τους Ελλαδίτες επαναστάτες και άλλοτε(αργότερα) τους Φαναριώτες καθώς και τον περίφημο ελληνικό Διαφωτισμό. Ο Δαμιανός Μέγης το 1864 (σελ. 99) είναι ο πνευματικός ταγός, αυτός που θα ταυτίσει τους Οθωμανούς με του Τούρκους και θα επιχειρήσει να αποδείξει τη συνέχεια της φυλής με ένα άλμα προς το αρχαίο και βυζαντινό παρελθόν. Εξάλλου, η Μεγάλη Ιδέα είναι αυτή που θα συνέχει όλους τους Οθωμανούς Έλληνες (Φαναριώτες, αστούς Μ. Ασίας και Ελλαδίτες). Εδώ, παραδόξως και σε αντίφαση με την αφήγηση του παππού Ισμαήλ, η ιστορία αρχίζει να αποκτά τις αναγκαίες επινοήσεις για τη διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Όμως, ο Καλπούζος χωρίς την αναγκαία ιστορική εμβάθυνση καταλήγει στο σωστό συμπέρασμα με βάση το Ρήγα(«Να σφάξωμεν τους λύκους που στον ζυγό βαστούν/ και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν»). Μόνο που η θέση αυτή εξέφραζε και τους Φαναριώτες που ήθελαν την αλλαγή εκ των έσω, δηλαδή μία Ορθόδοξη Αυτοκρατορία αντί της Οθωμανικής. Τελικά, το ρολόι της Άρτας προσαρμόστηκε στον ευρωπαϊκό χρόνο. Ο χρόνος της Ανατολής, ένας ολόκληρος πολιτισμός απωθήθηκε, δαιμονοποιημένος. Κι έτσι μείναμε μισοί, με τη γλώσσα κάποτε να θυμίζει το παρελθόν και να αναρριπίζει τη μνήμη. Γενικά, το μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου έχει ιστορικό ενδιαφέρον λόγω της τόλμης του να ψηλαφίσει τα εθνικά ταμπού, λογοτεχνικά όμως πάσχει από «οικονομία» καθώς το άγχος να περιληφθούν όσο γίνεται περισσότερα ιστορικά στοιχεία(κάποια, όπως πολλές χρονολογίες, αμφισβητήσιμα) το καθιστούν ενίοτε «φλύαρο» και σε βάρος της δομής. Είναι παρ’ όλα αυτά ένα αξιοδιάβαστο βιβλίο.
Σχόλια