Αθηνά Παπανικολάου*: «γλυφό νερό»

Διαδρομή Έρχεται κάθε πρωί στο ίδιο σημείο. Στέκεται για λίγο και κοιτάζει το νερό. Βγάζει μια χάρτινη βαρκούλα από την τσέπη, την ρίχνει στο τρικυμισμένο του μυαλό κι αρχίζει το ταξίδι. Μετράει τα πεσμένα φύλλα απ’ τις φλαμουριές και τις ακακίες, τα σπρώχνει λίγο με το πόδι κι ύστερα πάει κι έρχεται στις όχθες, πότε από τη μια μεριά, πότε από την άλλη, πιλαλάει μετρώντας τις δρασκελιές του. Περπατάει και τρέχει μ’ έναν δικό του τρόπο, ανασηκώνει κάπως πιο ψηλά το δεξί πόδι σαν τα λελέκια στο βάλτο όταν ψάχνουν για τροφή. Αυτός όμως δεν στρέφει το λαιμό ποτέ στα χαμηλά, καρφώνει το βλέμμα του ψηλά, πέρα μακριά από τον κόσμο τούτο. Τις λίγες φορές που συναντήθηκαν τα μάτια μας, για δευτερόλεπτα δηλαδή, είδα μια τέτοια αστραπή, τέτοια φουρτούνα μαύρη, που τρόμαξα κι απέστρεψα διά παντός το βλέμμα. Τι αντικρίζει, ποιους βλέπει, τι φαντάσματα κι ονείρατα κουβαλάει, ως που φτάνει ο ουρανός του; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Κρατάει πάντα στο λυγισμένο αγκώνα του αριστερού χεριού...