Κατσουλάρης εναντίον Σταμάτη

Η λογοτεχνία δεν θα μπορούσε να μην πληγεί από τον τυφώνα ή τον κατά Χέγκελ «άνεμο της εποχής» της. Έτσι, στον καιρό των οικονομικών και πολιτικών «σκανδάλων» επιχειρεί και αυτή να αναπαράξει τον εαυτό της μέσω διαφόρων σκανδαλισμών, καθώς δεν δύναται αλλιώς. Αναφέρομαι στην κατηγορία για «λογοκλοπή» του κριτικού και συγγραφέα Κώστα Κατσουλάρη εναντίον του συγγραφέα Αλέξη Σταμάτη(«Βίλα Κομπρέ»). Προσπαθώντας να εξηγήσω τη συγκεκριμένη περίπτωση, διέκρινα στην επιφάνεια του υποτιθέμενου σκανδάλου να «επιπλέει» ένα αστυνομικού χαρακτήρα ερώτημα που αφορά τα (από πολλούς άλλους ρημαγμένα) πνευματικά δικαιώματα. Πιο κάτω, στα μεσαία βάθη, τίθεται το δίλημμα του λογοπλόκου(ως μυθοπλάστη) ή του λογοκλόπου(ως διακειμενιστή). Τέλος, στα μεγάλα βάθη είδα να «σέρνεται» σαν γοβιός στον αρμόβουρκο το υπαρξιακό ερώτημα αν λογοτεχνία είναι να αποκαλύπτεις ή να αποκαλύπτεσαι. Ποια σχέση, όμως, έχουν όλα αυτά με την υπόθεσή μας; Ένας μυθιστοριογράφος διαπράττει έγκλημα καθοσίωσης όταν «κλέβει» κάποιον άλλον και δεν το ομολογεί; Δεν θα πω ότι η λογοτεχνία «είναι ένα επάγγελμα για εραστές και κλέφτες...», ούτε ότι λογοτεχνία είναι «Να κλέβεις με πάθος… να ερωτεύεσαι ό,τι δεν σου ανήκει, να ξεριζώνεις την καρδιά του κόσμου...» (Π. Θαραλούκι). Θα πω μόνο ότι το ζήτημα είναι πως αντιμετωπίζεις και τι κάνεις τα… «κλεψιμέϊκα». Η ομάδα Παλαιοκώστα, ως γνωστόν, πιάστηκε ακριβώς γιατί δεν μπόρεσε να οικειοποιηθεί αποτελεσματικά τα λύτρα. Εξάλλου, πως πρέπει χαρακτηρίσουμε τον Αυστραλό ομογενή που έλαβε την καρδιά του τραγικού 18χρονου της Μυκόνου; Ο ομογενής παραμένει ο ίδιος, ή είναι πλέον ο 18χρονος; Σε ό,τι αφορά στη λογοτεχνία, ένας μυθοπλάστης που «κλέβει» ή δανείζεται από την πραγματικότητα, δεν καταφέρνει τίποτα καθώς «το ωραίο εκείνο αντικείμενο που τους δώριζα μαράζωνε στο μυθοπλαστικό περιβάλλον όπου το τοποθετούσα απότομα» (Βλ. Ναμπόκοφ «Η δεσποινίς Ό»). Άρα, έχει σημασία αν το λογοτεχνικό «σώμα» δέχεται ή απορρίπτει το δάνειο-μόσχευμα. Επίσης, η «λογοκλοπή», όχι με τους όρους μιας άτεγκτης πουριτανικής ηθικής και κάποιων σκληρών, αστυνομικών κανόνων που ομνύουν δογματικά στη μία και μοναδική λογοτεχνική αλήθεια, αλλά με τον τρόπο του Μως, δηλαδή με την έννοια του αντίδωρου, συνιστά μία νέα σύνθεση και ενδεχομένως φωτίζει με έναν άλλο τρόπο τα πράγματα(αναστοχασμός). Βέβαια, και ο Κατσουλάρης δέχεται με ένα τρόπο τη λογοκλοπή, αλλά μόνο όπως οι κλέφτες της Βιέννης (Φρόυντ), που θεωρούσαν ότι στο κλεμμένο αντικείμενο ενυπάρχει κάτι από την ψυχή του ιδιοκτήτη τους (γι’ αυτό το λόγο εξάλλου οι κλέφτες ως «αντίδωρο» άφηναν πίσω τις κουράδες τους). Σε κάθε περίπτωση, η κριτική του Κατσουλάρη για τη «Βίλα Κομπρέ» είναι τουλάχιστον ατυχής. Τελικά, ο κριτικός αντί να αποκαλύψει το συγγραφέα-λογοκλόπο, αποκαλύφθηκε ο ίδιος ως επίδοξος «Ιαβέρης» της λογοτεχνίας. Και δεν θα μας απασχολούσε το θέμα, αν αυτή η ιδιότυπη και μη δημιουργική «σκανδαλολογία» (που δεν είναι πάντα άχρηστη) δεν αποπροσανατόλιζε από το κεντρικό ερώτημα για το σημερινό ρόλο της λογοτεχνίας και την σκανδαλώδη προώθηση της «εύπεπτης» και μονοδιάστατα «διασκεδαστικής» (με την έννοια του σκορπίσματος) λογοτεχνίας, της «λογοτεχνίας του στομαχιού», της τεχνικά άρτιας, αλλά αναλώσιμης, αμμώδους και γαργαλιστικά γαλακτώδους λογοτεχνίας. Πως τοποθετείται επ’ αυτού ο Κατσουλάρης και κάθε κριτικός; Τι λένε για το φαινόμενο Μαντά; Πως τοποθετείται η κριτική απέναντι στην τρομοκρατία της «λογοτεχνικής μόδας» και της αγοράς, όπου ως λογοτεχνία θεωρείται ό,τι πουλάει εδώ, τώρα και καλύτερα; Δυστυχώς, όχι μόνο δεν τοποθετείται επ’ αυτών η «κριτική» γιατί επαπειλείται με κάθε είδους λογοκρισία αλλά και αυτολογοκρισία, αντιθέτως, αναγάγει σε κανόνα τη δική της δουλικότητα(δημόσιες σχέσεις) και στηλιτεύει μετά βδελυγμίας τη γραφή υψηλού κινδύνου, ό,τι δηλαδή την υπερβαίνει και την αναιρεί. Ακόμη χειρότερα, μάλιστα, λόγω της ιδιότυπης αστυνομίας της «λογοτεχνίας της αγοράς» αλλά και των διαφόρων κομμάτων ή παρεών, το να γράφει κανείς, σήμερα, πέρα από την πεπατημένη και το κυρίαρχο, αγοραίο πλαίσιο σημαίνει να ουρλιάζει βουβά, να είναι εξοστρακισμένος και εξορισμένος από την αγορά και τους μεσίτες της, τους κριτικούς, τους «παρουσιαστές» βιβλίων και ό,τι άλλο. Αλλά αυτό δεν είναι ένα σημερινό φαινόμενο. «Προσπάθησα ν’ ανακαλύψω νέα άνθη, νέα άστρα, νέα σάρκα, νέες γλώσσες. Πίστεψα πως αποχτούσα υπερφυσικές δυνάμεις. Ε! Καλά! Πρέπει να θάψω τη φαντασία και τις θύμισές μου. Πάει περίπατο η ωραία δόξα του καλλιτέχνη και του λογοπλόκου». Τα λόγια είναι του Αρθούρου Ρεμπό λίγο πριν εγκαταλείψει για πάντα την ποίηση για να γίνει έμπορος όπλων. Εμείς, άραγε, σήμερα μπορούμε να αλλάξουμε την πορεία των πραγμάτων, μπορούμε να αντισταθούμε; Για να γίνει αυτό μήπως οφείλουμε να ορίσουμε συγκεκριμένα κριτήρια αξιολόγησης της λογοτεχνίας; Μήπως πρέπει να ξαναδούμε τον ορισμό του «Ωραίου» από τον Μπωντλέρ, όπου συνυπάρχουν οι διαχρονικές και οι συγχρονικές αλήθειες, η διαχρονική έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ελευθερίας με τις συγχρονικές έννοιες του γούστου και των συνηθειών μιας συγκεκριμένης εποχής; Οι διαχρονικές χωρίς τις συγχρονικές αλήθειες, είναι απάνθρωπες έλεγε ο Μπωντλέρ. Συνεπώς, είναι το ίδιο «απάνθρωπο» όταν επιλέγουμε μόνο είτε τις συγχρονικές (αγοραία λογοτεχνία) είτε τις διαχρονικές αλήθειες. Οφείλουμε, επίσης, να επισημάνουμε ότι στο σύγχρονο δυτικό μυθιστόρημα παρά τις απεριόριστες δυνατότητες έκφρασης εκείνο που συσκοτίζεται είναι αυτό «που συνδέει τους συγγραφείς με το κράτος και με έναν παγκόσμιο ‘’μητροπολιτικό’’ ιμπεριαλισμό», είναι η απόκρυψη του κυρίαρχου «πνεύματος της εποχής» που εξόπλισε και εξοπλίζει τους συγγραφείς όσον αφορά τις μυθιστορηματικές τεχνικές της αφήγησης και των περιγραφών, με τα εσωτερικευμένα υποδείγματα συσσώρευσης, πειθαρχίας και κανονικοποίησης. «Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε, σημείωνε ο μακαρίτης Έντουαρντ Σαΐντ είναι γιατί τόσο λίγοι ‘’μεγάλοι’’ μυθιστοριογράφοι αντιμετωπίζουν ευθέως τα μεγαλύτερα κοινωνικά και οικονομικά εξωτερικά γεγονότα της ύπαρξής τους –την αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό- και γιατί, επίσης, οι κριτικοί του μυθιστορήματος συνεχίζουν να υπολήπτονται αυτή την αξιοπρόσεκτη σιωπή». Την άποψη αυτή του Σαΐντ υιοθέτησαν, μετά τη στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ, κάποιοι από τους μεγάλους ‘’μυθιστοριογράφους’’ όπως ο Μέηλερ, ο Ροθ κ.ά., που μέμφονται τους «ειδήμονες» και την «ειδημοσύνη», αυτή που έχει καταστεί μία υπηρεσία πωλούμενη στην κεντρική εξουσία της κοινωνίας με βασικό της μότο τη «μη παρέμβαση». «Λέμε στους φοιτητές μας» επισημαίνει ο Σαΐντ, «ότι υπερασπιζόμαστε την κλασική παιδεία, τις αρετές μιας φιλελεύθερης εκπαίδευσης και τις πολύτιμες απολαύσεις της λογοτεχνίας ακόμη και όταν παραμένουμε αδρανείς (ίσως και ανίκανοι) σε ό,τι αφορά τον ιστορικό και κοινωνικό κόσμο (…) οι ανθρωπιστές και οι διανοούμενοι αποδέχονται την ιδέα ότι κάποιος μπορεί να διαβάζει υψηλή λογοτεχνία και ταυτόχρονα να σκοτώνει και να ακρωτηριάζει, επειδή ο πολιτιστικός κόσμος χρησιμεύει γι’ αυτό το είδος μεταμφίεσης..»!
Σήμερα, τόσο η ευρωπαϊκή όσο και η αμερικανική κριτική και λογοτεχνική θεωρία αποδέχονται ανοιχτά την «αρχή της μη παρέμβασης». Ή της παρέμβασης που αρκείται στην αστυνόμευση των λογοκλεπτών! ‘Έτσι, η κειμενικότητα έγινε το υποκατάστατο της ιστορίας καθώς υπάρχει και ταυτόχρονα δεν υπάρχει σε κάποιο συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Γενικά,«Η λογοτεχνική κριτική στην αμερικανική πανεπιστημιακή κοινότητα (σ.σ. και τώρα στην ελληνική αλλά και παντού), απομονώνει ως επί το πλείστον την κειμενικότητα από τις καταστάσεις, τα γεγονότα, τις σωματικές αισθήσεις που την ανέδειξαν και την έκαναν κατανοητή ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης εργασίας». Αυτό έκανε, λοιπόν, ο Κατσουλάρης, απομονώνει την κειμενικότητα από τις συνθήκες που την παρήγαγαν στον Κουτσί και τις συνθήκες ενοφθαλμισμού της στο κείμενο ή έστω στο διακείμενο του Σταμάτη. Η αφυδάτωση αυτή της κειμενικότητας, η καθαρή δηλαδή κειμενικότητα, σε συνδυασμό με τη μη παρεμβατική κριτική εξελίχθηκε στις ΗΠΑ σε μία επιτηδευμένη ειδική γλώσσα της οποίας η πολυπλοκότητα συσκοτίζει την κοινωνική πραγματικότητα. Άρα, η κριτική συνείδηση στις μέρες μας (Σαΐντ) οφείλει να αντιμετωπίζει το πλαίσιο της κυρίαρχης κουλτούρας ως ένα σύστημα συμπεριλήψεων και αόρατων αποκλεισμών που πρέπει να αποκαλύπτονται. «Τι είναι, λοιπόν, κατά βάθος η κριτική συνείδηση, εάν όχι μια διαρκής επιλογή εναλλακτικών λύσεων;» σημειώνει ο Σαΐντ. Συνεπώς, ένας θετικός προσανατολισμός πέρα από την καταγγελία των «καλογραμμένων» αλλά ανούσιων μυθιστορημάτων, πέρα από την αποκάλυψη των αποκλεισμών των «μη ευπώλητων» είναι να αναζητούμε συνεχώς και να προτείνουμε εκείνες τις εναλλακτικές λύσεις που θα αντιστέκονται στην κυρίαρχη κουλτούρα και θα δημιουργούν τις συνθήκες μιας αντι-κουλτούρας.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το κινούν αίτιο και οι... τεχνοκράτες

Naomi Klein Τεχνητή νοημοσύνη, η μεγαλύτερη ληστεία στην ιστορία

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Μάριος Χάκκας: Δε θέλω χρόνο, ζωή θέλω…