Η θέση μου για την καθεστωτική κριτική

Η κριτική του Δημοσθένη Κούρτοβικ για την «καθεστωτική κριτική» ανοίγει ξανά τη συζήτηση όχι μόνο για τα κριτήρια αξιολόγησης των «κριτικών βιβλίου» αλλά και για την ίδια τη λογοτεχνία. Παλαιότερα, ο ΔΚ είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο με τίτλο «κάτω τα καλά βιβλία», καταγγέλλοντας ουσιαστικά τον μονοδιάστατα «διασκεδαστικό» χαρακτήρα (με την έννοια του σκορπίσματος) της εγχώριας λογοτεχνίας, την αδυναμία της να συνταράξει συθέμελα την ύπαρξη και να «αναστατώσει» τον αναγνώστη. Είναι κοινός τόπος ότι, σήμερα, βρισκόμαστε υπό την πλήρη κυριαρχία της «λογοτεχνίας του στομαχιού», της τεχνικά άρτιας, αλλά αναλώσιμης, αμμώδους και γαργαλιστικά γαλακτώδους λογοτεχνίας. Η τρομοκρατία της «λογοτεχνικής μόδας» και της αγοράς όπου λογοτεχνία είναι ό,τι πουλάει εδώ και τώρα, είναι τρομερή. Δεν υπάρχει χώρος για τη διατύπωση διερωτήσεων, κανείς δεν αντιμετωπίζει τη γραφή σαν μια δραστηριότητα υψηλού κινδύνου και το κείμενο ως κάτι που αν θέλει να είναι έγκυρο, οφείλει να ανοίγει νέους δρόμους και να επιχειρεί να διατυπώσει με τον τρόπο της «μεταφοράς» αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί αλλά μόνο να δειχθεί (Βιτγκενστάιν). Αυτό το νεωτερικό θέαμα των συγγραφέων που βυθίζονται με θράσος στην περιπέτεια των απόλυτων διαστάσεων της δημιουργίας, στο δαιμονικό χάος (αυτό που κάποιοι είπαν «δαιμονιακό ύψιστο»), στις φωνές χρόνων, στις φωνές δευτερολέπτων, στις φωνές που μπλέκονται στο δίχτυ του κόσμου, παίζοντας στα όρια του πραγματικού και του φαντασιακού, στα όρια της τρέλας δεν υπάρχει πια. Η κληρονομιά της αισθητικής του ρομαντισμού με το μαγικό «απόλυτό» της έχει απορριφθεί προ πολλού από τη μιας χρήσης «αισθητική» της αγοράς. Εν τέλει, να γράφει κανείς, σήμερα, πέρα από την πεπατημένη σημαίνει να ουρλιάζει βουβά, εξορισμένος από την αγορά και τους μεσίτες της, τους κριτικούς, τους «παρουσιαστές» βιβλίων, τους μάνατζερ, ή τους συμβούλους ρίσκων. Αλλά αυτό δεν είναι ένα σημερινό φαινόμενο. «Προσπάθησα ν’ ανακαλύψω νέα άνθη, νέα άστρα, νέα σάρκα, νέες γλώσσες. Πίστεψα πως αποχτούσα υπερφυσικές δυνάμεις. Ε! Καλά! Πρέπει να θάψω τη φαντασία και τις θύμισές μου. Πάει περίπατο η ωραία δόξα του καλλιτέχνη και του λογοπλόκου», λόγια του Αρθούρου Ρεμπό λίγο πριν εγκαταλείψει για πάντα την ποίηση για να γίνει έμπορος όπλων.
Κανείς δε διαλέγει σήμερα τη μοναξιά, κανείς δεν επιλέγει έναν τάφο, που θα γίνει για τον ίδιο μια εποχή στην κόλαση όπου θα πρέπει να γράφει, να γράφει, να γράφει. Ποιος διαλέγει να γράφει αντί να ζει, αφού «ή ζεις ή γράφεις»(Πιραντέλο); Στο κάτω κάτω γιατί να είναι προτιμότερη η «υπεραπόλαυση» της πίστης σε μια ματαιόδοξη αθανασία, από την «απόλαυση» της ζωής εδώ και τώρα;
Με άλλα λόγια, είναι προτιμότερο να αποφαινόμαστε απόλυτα «κάτω τα καλά βιβλία» ή μήπως οφείλουμε να ορίσουμε τα συγκεκριμένα κριτήρια αξιολόγησής τους; Μήπως, ακόμα, πρέπει να ξαναδούμε τον ορισμό του «Ωραίου» από τον Μπωντλαίρ, όπου συνυπάρχουν οι διαχρονικές και οι συγχρονικές αλήθειες, η διαχρονική έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ελευθερίας με τις συγχρονικές έννοιες του γούστου και των συνηθειών μιας συγκεκριμένης εποχής; Οι διαχρονικές χωρίς τις συγχρονικές αλήθειες, είναι απάνθρωπες έλεγε ο Μπωντλαίρ. Συνεπώς, είναι το ίδιο «απάνθρωπο» όταν επιλέγουμε μόνο είτε τις συγχρονικές (αγοραία λογοτεχνία του στομαχιού) είτε μόνο τις διαχρονικές αλήθειες. Χρειάζονται και οι δύο. Οφείλουμε να τονίσουμε πάντως με όλη μας τη δύναμη ότι στο σύγχρονο δυτικό μυθιστόρημα παρά τις απεριόριστες δυνατότητες έκφρασης εκείνο που συσκοτίζεται είναι αυτό «που συνδέει τους συγγραφείς με το κράτος και με έναν παγκόσμιο ‘’μητροπολιτικό’’ ιμπεριαλισμό» που, την ώρα που έγραφαν, τους εξόπλισε όσον αφορά τις μυθιστορηματικές τεχνικές της αφήγησης και των περιγραφών με τα εσωτερικευμένα υποδείγματα συσσώρευσης, πειθαρχίας και κανονικοποίησης. «Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε, σημειώνει ο Έντουαρντ Σαΐντ είναι γιατί τόσο λίγοι ‘’μεγάλοι’’ μυθιστοριογράφοι αντιμετωπίζουν ευθέως τα μεγαλύτερα κοινωνικά και οικονομικά εξωτερικά γεγονότα της ύπαρξής τους –την αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό- και γιατί, επίσης, οι κριτικοί του μυθιστορήματος συνεχίζουν να υπολήπτονται αυτή την αξιοπρόσεκτη σιωπή». Την άποψη αυτή του Σαΐντ είχαν υιοθετήσει μετά τη στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ, κάποιοι από τους μεγάλους ‘’μυθιστοριογράφους’’ (όπως ο Μέηλερ). Όλοι μέμφονται τους «ειδήμονες» και την «ειδημοσύνη» που έχει καταστεί μία υπηρεσία πωλούμενη στην κεντρική εξουσία της κοινωνίας και γι’ αυτό συνιστά την «προδοσία των διανοουμένων» (trahison des clercs-Ζυλιέν Μπεντά), η οποία στηρίζεται στη «μη παρέμβαση». «Λέμε στους φοιτητές μας» επισημαίνει ο Σαΐντ, «ότι υπερασπιζόμαστε την κλασική παιδεία, τις αρετές μιας φιλελεύθερης εκπαίδευσης και τις πολύτιμες απολαύσεις της λογοτεχνίας ακόμη και όταν παραμένουμε αδρανείς (ίσως και ανίκανοι) σε ό,τι αφορά τον ιστορικό και κοινωνικό κόσμο (…) οι ανθρωπιστές και οι διανοούμενοι αποδέχονται την ιδέα ότι κάποιος μπορεί να διαβάζει υψηλή λογοτεχνία και ταυτόχρονα να σκοτώνει και να ακρωτηριάζει, επειδή ο πολιτιστικός κόσμος χρησιμεύει γι’ αυτό το είδος μεταμφίεσης..».
Σήμερα, επιμένει πάντα ο Σαΐντ, τόσο η ευρωπαϊκή όσο και η αμερικανική κριτική και λογοτεχνική θεωρία αποδέχονται ανοιχτά την «αρχή της μη παρέμβασης». Η κειμενικότητα έγινε το υποκατάστατο της ιστορίας καθώς υπάρχει και ταυτόχρονα δεν υπάρχει σε κάποιο συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Γενικά,«Η λογοτεχνική κριτική στην αμερικανική πανεπιστημιακή κοινότητα, απομονώνει ως επί το πλείστον την κειμενικότητα από τις καταστάσεις, τα γεγονότα, τις σωματικές αισθήσεις που την ανέδειξαν και την έκαναν κατανοητή ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης εργασίας». Η καθαρή κειμενικότητα και η μη παρεμβατική κριτική συμπίπτει με την περίοδο του ρεηγκανισμού και εξελίχθηκε σε μία επιτηδευμένη ειδική γλώσσα της οποίας η πολυπλοκότητα συσκοτίζει την κοινωνική πραγματικότητα. Προσπαθώντας να προσδιορίσει την κριτική συνείδηση στις μέρες μας ο Σαΐντ αφού παραθέτει το πλαίσιο της κυρίαρχης κουλτούρας ως σύστημα αξιών και αποκλεισμών που σήμερα είναι αόρατο και την ανάγκη της αντίστασης σ’ αυτό, σημειώνει «Τι είναι, λοιπόν, κατά βάθος η κριτική συνείδηση, εάν όχι μια διαρκής επιλογή εναλλακτικών λύσεων;». Συνεπώς, ένας θετικός προσανατολισμός πέρα από την καταγγελία των «καλογραμμένων» αλλά ανούσιων μυθιστορημάτων, είναι να αναζητούμε συνεχώς και να προτείνουμε εκείνες τις εναλλακτικές λύσεις που θα αντιστέκονται στην κυρίαρχη κουλτούρα, δίνοντας στον «αναγνώστη» να καταλάβει, αποκαλύπτοντας και δημιουργώντας τις συνθήκες μιας αντι-κουλτούρας.
Υπ’ αυτή την οπτική, η «καθεστωτική κριτική», αυτή που διαμεσολαβεί, στιμάροντας και πλασάροντας, ό,τι δεν αμφισβητεί και δεν θίγει την κυρίαρχη εξουσία αλλά και μία κυρίαρχη αναγνωστική κουλτούρα, αυτή που κολακεύει τον αναγνώστη, νομιμοποιώντας το δήθεν δικαίωμά του ότι δεν οφείλει να καταβάλει καμία πνευματική προσπάθεια για να καταλάβει, αυτή η κριτική υπάρχει για να νομιμοποιεί το status quo. Το θέμα είναι τι κάνουμε εμείς; Η αποκάλυψη της λειτουργίας της «καθεστωτικής κριτικής» και των «κριτηρίων» της είναι το ένα σκέλος, το άλλο είναι να διαμορφώσουμε κάποια κοινά αποδεκτά κριτήρια. Γι’ αυτό έκανα την παραπάνω αναφορά(Μπωντλαίρ, Σαΐντ…). Σε ατομικό επίπεδο έχω επιλέξει την τακτική ενός ιδιότυπου «ανταρτοπόλεμου», που αποκαλώ «μέσα-έξω». Το διαδίκτυο, όμως παρέχει νέες δυνατότητες δημιουργίας μιας ισχυρής αντι-κουλτούρας και ενδεχομένως πιο οργανωμένες παρεμβάσεις. Αλλά αυτό είναι ένα θέμα ανοιχτό που απαιτεί συζήτηση. Αυτά για την ώρα…
Γιώργος Χ. Παπασωτηρίου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το κινούν αίτιο και οι... τεχνοκράτες

Naomi Klein Τεχνητή νοημοσύνη, η μεγαλύτερη ληστεία στην ιστορία

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Μάριος Χάκκας: Δε θέλω χρόνο, ζωή θέλω…