Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Φεβρουάριος, 2009

Δέκα αφηγήσεις κι ένα παραμύθι

Διαβάζω το βιβλίο που περιλαμβάνει τρεις νουβέλες και εφτά διηγήματα με τον τίτλο «Δίψα» (Καστανιώτης, 2009) του νομπελίστα Ίβο Άντριτς και θυμάμαι την κραυγή σ’ ένα συνέδριο συγγραφέων πριν χρόνια στην Αρχαία Ολυμπία της Σέρβας Gaga Rositz όταν διαμαρτυρόταν γιατί οι πρώην συμπατριώτες της από τη Λιουμπλιάνα δεν της απηύθυναν ούτε ένα βλέμμα χαιρετισμού: «Κάποτε ήμασταν συμπατριώτες, τώρα δεν λέμε καλημέρα… Όταν τη χώρα μου τη βομβάρδιζαν «γενναία» οι χώρες των μεγάλων γλωσσών… φοβόμουν μη σκοτώσουν το «Λόγο»… πρέπει να σηκώσουμε πάλι τις γέφυρες που μας ενώνουν» έλεγε με δάκρυα, ακριβώς όπως οι ήρωες του Άντριτς ζύμωναν με δάκρυα και σάλιο τα πάθη τους. Παραδόξως μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, ένας άνθρωπος γεννημένος από Κροάτες, ο Άντριτς έγινε ο εθνικός συγγραφέας της Σερβίας, ενώ ο Σελίμοβιτς, ένας Σέρβος μουσουλμάνος, έγινε ο εθνικός συγγραφέας της Βοσνίας. Και των δύο συγγραφέων τα αγάλματα βρίσκονται σήμερα σε μία πλατεία του Σαράγεβο, χωρίς να κοιτάζονται, όπως παρατηρεί

Ιδεολογία και αυταπάτη

Γιατί ο άνθρωπος κατασκεύασε έναν «άλλον κόσμο» πέραν του υπαρκτού; Γιατί κατασκευάζει έναν άλλον εαυτό μη πραγματικό; Πως διαχειρίζεται αυτά τα «διπλά» και ποιες οι συνέπειες από την ύπαρξή τους και μόνο; Γιατί ο άνθρωπος έχει την ανάγκη της αυταπάτης, να ξεγελά όχι μόνο τους άλλους αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό; Οι διερωτήσεις αυτές απασχολούν τον Κλεμάν Ροσέ στο «δοκίμιο περί αυταπάτης»: «Το πραγματικό και το διπλό του» (Αρμός). Όμως, ο συγγραφέας απασχολείται μόνο με τις συνέπειες που προκαλεί η αυταπάτη μέσω της δημιουργίας του «διπλού» εαυτού, στον άνθρωπο ως άτομο και όχι για το ρόλο του φενακισμού ή της αυταπάτης στην κοινωνία, που είναι η ενασχόληση του Σλαβόι Ζίζεκ (Η ιδεολογία και ο νάνος, εκδόσεις scripta, που έχουμε παρουσιάσει πολύ παλαιότερα). Αλλά έχει ενδιαφέρον η σύνδεση των δύο αναζητήσεων, καθώς η προσέγγιση του Ζίζεκ αποκτά μέσω του Ροσέ ανθρωπολογικό βάθος. Για τον πρώτο η αυταπάτη είναι συνδεδεμένη με την ιδεολογία. Για τον δεύτερο με την ψυχανάλυση. Ο Ζίζεκ ε

Καστρινάκη Αγγέλα

«Με βρήκε πάλι η καινούργια βδομάδα να κουβαλάω το ραγισμένο εγώ μου σαν φορτίο ασήκωτο». Τα λόγια ανήκουν στη Νίνα την ηρωίδα της Βασιλικής Πιτούλη («Δείπνο εκ προμελέτης», εκδόσεις Εμπειρία). Εδώ «τα δύο φύλα δεν πεθαίνουν χωριστά»(Νίτσε) καθώς η λύση επέρχεται δια του πραγματικού φόνου του αρσενικού φαλλοκράτη. Αντίθετα, στο μυθιστόρημα της Αγγέλας Καστρινάκη «Έρωτας στον καιρό της ειρωνείας» (ελληνικά γράμματα) η λύση είναι ο συμβιβασμός. Αλλά και εδώ υπάρχει φόνος, μόνο που είναι υπαινικτικός, συμβολικός, αφού ο άντρας(Μάριος) καταχωρίζεται στην κατηγορία των «ρομαντικών» και η γυναίκα(Μέλπω) των ειρώνων. Και τα δύο μέρη επιχειρούν να βρουν τον εαυτό τους μέσω του άλλου, μέσω του έρωτα, αλλά τελικά καταλήγουν ή μάλλον επιστρέφουν στην αλήθεια της «απόστασης» και από τον άλλο και από τον ίδιο τους τον εαυτό: «είμαστε σε θέση να παίρνουμε απόσταση από τον εαυτό μας, να τον βλέπουμε, να τον ζυγίζουμε… αυτή την απόσταση, που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε και ειρωνεία». Τελικά, τι εί

Κριτική της καθεστωτικής κριτικής2

ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ (ΤΑ ΝΕΑ 7/2) Σε άρθρο μου που δημοσιεύτηκε σ΄ αυτή τη στήλη στις 15.11.2008 έθετα το ζήτημα της καθεστωτικής λογοτεχνικής κριτικής. Νομίζω ότι περιέγραψα με αρκετή σαφήνεια το περιεχόμενο που της δίνω· όχι δηλαδή με θεωρητικολογίες και ισοπεδωτικά ιδεολογήματα (του τύπου: κάθε κριτικός που γράφει σε εφημερίδα «του συστήματος» είναι καθεστωτικός), αλλά με την επισήμανση δια παραδειγμάτων μιας σειράς αντιλήψεων και πρακτικών που χαρακτηρίζουν μια ορισμένη ομάδα κριτικών. Συγκεκριμένα, καταλόγιζα σ΄ αυτή την ομάδα: α) τάση διείσδυσης σε όλα τα θεσμικά όργανα του χώρου του βιβλίου, συχνά με ολοφάνερα οπορτουνιστικό πνεύμα (βλ. π.χ. επιτροπή του Βραβείου Αναγνωστών ή παλινδρομήσεις του ίδιου κριτικού ανάμεσα στην επιτροπή των κρατικών βραβείων και σε επιτροπές άλλων, υποτίθεται διαφορετικής λογικής βραβείων)· β) σχηματισμό «καρτέλ» ανάμεσα σε αυτούς τους κριτικούς, ή ορισμένους από αυτούς, για την αποτελεσματικότερη προώθηση κάποιων συγγραφέων και τον παραγκωνισμό άλ

Καναβούρης Κώστας

Διαβάζω το βιβλίο της Λένας Διβάνη «τι θα γίνω άμα δεν μεγαλώσω, κα άλλα αναπάντητα ερωτήματα»(Καστανιώτης) και στέκομαι στη σελίδα 21: «Ο μόνος ασφαλής δρόμος σ’ έναν κόσμο που αλλάζει μορφή τόσο γρήγορα, που δεν προλαβαίνουμε πια να απορροφήσουμε τις αλλαγές, είναι η ευελιξία»! «Ευελιξία»! Ο χαμαιλέοντας το πρότυπο. Και ο Μισραχί. Αυτός που πρότεινε την ευελιξία, την εργασιακή ευελιξία. Όπως ο Ρεμπώ, που αφού απέτυχε ως ποιητής, έγινε έμπορος όπλων. Τι απέμεινε όμως από τον Ρεμπώ; Τα όπλα ή οι λέξεις; Και ακόμα σε τι συνίσταται η ανασφάλειά μας; Στον άλλο. Ο άλλος μας απειλεί. Ο άλλος είναι η κόλασή μας. Δεν προχωρώ πέρα από τη σελίδα 21. Θεωρώ τον Σαρτρ πολύ κοινότοπο γιατί πλέον ισχύει καθολικά. Εξάλλου, στο 22 καίγεσαι. Θα μιλήσουμε μια άλλη φορά για τον φονταμενταλιστικό φεμινισμό, για τα όντα που καίγονται από μίσος για τον άλλο. Παραπέμπω τη Διβάνη στη Σέλλινγκ. Εμείς, σήμερα, θα μιλήσουμε για τις εξαιρέσεις, για την τραγωδία των αγαπόντων, για όσους και όσες επιμένουν να καίγο